Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

ΧΑΝΙΩΤΕΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΝΑΖΙΣΤΙΚΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΕΞΟΝΤΩΣΗΣ Οι τελευταίοι του Μαουτχάουζεν - Αυτοί που έζησαν τη θηριωδία

Η εικονογράφηση όπως σχεδόν πάντα έγινε από μένα
Οποιος έχει ζήσει και έχει επιβιώσει από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης 
έχει καταλάβει τι πάει να πει απανθρωπιά', 
λένε οι επιβιώσαντες του Μαουτχάουζεν. 

Τα 'Χ.Ν.' εντόπισαν τέσσερις από τους Χανιώτες επιζώντες των χιτλερικών κρεματορίων.

Μαζί με χιλιάδες άλλους Ελληνες και εκατομμύρια πολίτες άλλων χωρών

 βρέθηκαν αιχμάλωτοι στη ναζιστική Γερμανία. 

Οι Κρητικοί κρατούμενοι στο Μαουτχάουζεν και τα στρατόπεδα - δορυφόρους του, 

είχαν συγκεντρωθεί από τους Ναζί τον Φεβρουάριο του 1944 σε εξορμήσεις τους στην ύπαιθρο του Νομού και κυρίως στα ορεινά χωριά της Κυδωνίας και το Σέλινο. 

Ηθελαν να συγκεντρώσουν κόσμο για να εργαστεί στην πολεμική τους βιομηχανία
 καθώς οι περισσότεροι άντρες Γερμανοί ήταν στο μέτωπο. 
Να εργαστούν, όμως, μέχρι θανάτου και κάτω από απερίγραπτες συνθήκες. 
Οι συνομιλητές μας, παρά τα βάσανα τους, στάθηκαν τυχεροί εν αντιθέσει με εκατομμύρια άλλους που πέθαναν από στερήσεις και κακομεταχείριση. 
Μαζί τους επιστρέφουμε πολλές δεκαετίες πίσω για να παρουσιάσουμε ορισμένες σπάνιες 
όσο και δυσάρεστες στιγμές.

Είχα απομείνει 25 κιλά, κρέας πάνω μου δεν είχα, έβλεπες τα άντερα πάνω από την πέτσα. Για τέτοια πείνα μιλαμε', 
μας εξηγεί ο κ. Σταύρος Παπουτσάκης. 
Γεννηθείς το 1925 μπήκε στο αντάρτικο από το 1943. 
'Θέλαμε να διώξουμε τους Γερμανούς, 
μας κατέλαβαν και μας σκότωναν χωρίς έλεος. 
Τι έπρεπε να κάνουμε, να σηκώσουμε τα χέρια;', λέει.

 Μπήκε δυναμικά στην ανταρτική ομάδα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στην περιοχή του και συμμετείχε στη διάλυση της ομάδας των 'Σουμπεριτών' (Κρητικοί συνεργάτες των Ναζί περιβόητοι για τα εγκλήματά τους).
Αφού αναγνωρίσθηκε από προδότες στη φυλακή της Αγιάς, μαζί με τους υπόλοιπους εστάλη αρχικά στο Μαουτχάουζεν, έπειτα στο Στάγιερ και άλλα στρατόπεδα θανάτου.
'ΦΑΓΑΜΕ ΓΑΤΑ'
Αυτό που δεν θα ξεχάσει ποτέ όσα χρόνια και να ζήσει ήταν η πείνα. 'Πιάσαμε μια γάτα όταν δουλεύαμε έξω από το στρατόπεδο. Με χίλιες δυο προφυλάξεις τη φέραμε μέσα. Πώς θα την τρώγαμε αφού δεν μας άφηναν να μαγειρεύουμε; 

Ενας Ρώσος ταγματάρχης, πήρε ένα ντενεκέ του έβαλε από κάτω ασβέστη, 
από πάνω άμμο, από πάνω τη γάτα και πάνω της πάλι άμμο και ασβέστη. 
Εβαλε νερό, έβρασε ο ασβέστης και ψήθηκε, όπως ψήθηκε, ο γάτος. 
Ούτε τον γδάραμε, έτσι όπως ήταν τον φάγαμε', αφηγείται.

Ενα άλλο απίστευτο περιστατικό δείχνει το μέγεθος της σκληρότητας των Ναζί.
 'Επιστρέφαμε στο στρατόπεδο από εξωτερική εργασία λιγωμένοι από την πείνα και τη σκληρή δουλειά. Σέρναμε τα πόδια μας. Βλέπω ένα πορτοκαλόφλουδο κόκκινο και τι το θελα, 
σκύβω το αρπάω, με βλέπει ο Γερμανός φρουρός άρχισε να με κλωτσάει, να με χτυπάει με το κοντάκι. Ηταν μια γριούλα Γερμανίδα και έβλεπε το σκηνικό και τραβούσε τα μαλλιά της. 
Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι με έδερναν για ένα πορτοκαλόφλουδο.
 «Παιδιά μου» φώναζε, «παιδιά μου», έπεσαν πάνω της οι φρουροί την τσαλοπάτησαν και την κατασκότωσαν και αυτήν'.
ΕΚΟΨΑ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ
'Ημασταν κοντά στο κρεματόριο όπου οδηγούνταν και καίγονταν χιλιάδες πτώματα κρατουμένων. Ερχεται ένα παιδί από τη Μακεδονία -Δημήτρη Νιόμα τον έλεγαν- και μου λέει Σταύρο δως μου μια ρουφιά τσιγάρο, του έδωσα, έκανε 2 - 3 ρουφιξιές κατέβηκε ο καπνός κάτω και μετά λιποθυμησε, έπεσε κάτω. 
Δίπλα ήταν το συνεργείο που μετέφερε στο κρεματόριο τους αποθαμένους, τον αρπάζει και τον πάει μέσα στον φούρνο. Δεν μπορούσες να μιλήσεις, άχνα να βγάλεις, να πεις 
«μην τον πάτε, είναι ζωντανός». Από τότε δεν ξανακάπνισα', 
είναι άλλο ένα σπάνιο περιστατικό που ανακαλεί από τη μνήμη του ο αντιστασιακός.


Προκειμένου να βρουν να φάνε έστω και λίγο φαΐ αρκετοί κρατούμενοι έκαναν παράτολμες εργασίες. 'Από μας τους κρατούμενους οι Ναζί είχαν δημιουργήσει τα «μπόμπα κομμάντο», συνεργεία εξουδετέρωσης βομβών, που είχαν ρίξει οι Αγγλοαμερικάνοι και δεν είχαν σκάσει. Εκεί σε έναν μήνα που κάθισα σκοτώθηκαν αμέτρητοι, συνεργεία ολόκληρα διαλύθηκαν. Βρίσκαμε, όμως, θαμμένες πατάτες και τις τρώγαμε ωμές ή τίποτα αχλάδια. 
Αυτή ήταν η ζωή μας'.

Γιατί, όμως, τόση σκληρότητα απέναντι στον άνθρωπο; 
Ο κ. Σταύρος πιστεύει ότι 'μας θεωρούσαν κατώτερους λαούς που έπρεπε να μας εξοντώσουν. Αυτό ήταν ο φασισμός και ο ναζισμός'. 

Ο εμφύλιος βρήκε τον Σταύρο Παπουτσάκη διωκόμενο και στη συνέχεια κρατούμενο στη Μακρόνησο. Σήμερα, παρά την ηλικία του, συνεχίζει να εργάζεται ως αγρότης αφού όπως αναφέρει 'με 360 ευρώ σύνταξη ΟΓΑ και 70 αντιστασιακού ζεις; Δεν ζεις'. 



'Ημουν για τους φούρνους'



'Βρισκόμενος στο Νοσοκομείο -τρόπος του λέγειν Νοσοκομείο- του Μαουτχάουζεν είδα με τα μάτια μου τα αυτοκίνητα με τα οποία στην αρχή εξόντωναν τους κρατούμενους. 

Γέμιζαν την κλούβα πίσω με κόσμο, τον ένα πάνω στον άλλο, δήθεν για εργασία. 

Εκλεινε η πόρτα, έβαζαν μπροστά τη μηχανή 
και όλο το καυσαέριο διοχετεύονταν από την εξάτμιση μέσα στην κλούβα. 

Ακούγαμε τους χτύπους των χεριών τους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν αλλά πού. 
Πήγαινε το αυτοκίνητο πέντε λεπτά πιο πέρα, που ήταν οι φούρνοι.
 Ανοιγαν την πόρτα και τα πτώματα πλέον των ανθρώπων πήγαιναν κατευθείαν στον φούρνο, λέει ο κ. Θοδωρής Γεωργιακάκης 91 ετών σήμερα από το Ανατολικό Σέλινο Χανίων, 
ο οποίος ήταν επίσης ένας από τους τελευταίους επιζώντες. 

Όχι όμως και ο αδελφός του, που σκοτώθηκε στον βομβαρδισμό του στρατοπέδου από τους συμμάχους λίγο μετά την αναχώρησή του από τον θάλαμο που κρατείτο ο κ. Θοδωρής, 
που τον είχε επισκεφθεί.

ΚΡΕΜΑΤΟΡΙΟ
Και ο ίδιος ευνοήθηκε από την τύχη καθώς ήταν έτοιμος να καταλήξει στο κρεματόριο. 
'Η επιτροπή των γιατρών που περνούσε και έβλεπε τους κρατούμενους έκρινε ποιοι ήταν κατάλληλοι για εργασία και ποιοι όχι, ώστε να σταλούν στους φούρνους.
 Ο αρχίατρος ήταν ένας Πολωνός κρατούμενος και αυτός ήταν φίλος και γνωστός ενός άλλου κρατούμενου από τα Λενταριανά Χανίων. 
Του είπε, λοιπόν, ότι «ο πατριώτης σου είναι για τον φούρνο». 
Δεν μπορούσε ούτε αίμα να μου πάρει. Με 1.85 μ. ύψος  ζήτημα είναι αν ήμουν 30 κιλά. 
Τον παρακάλεσε, λοιπόν, ο συμπατριώτης και με κράτησε κάπου 40 ημέρες. 

Εκεί μου έδιναν ένα ψωμάκι την ημέρα και  μετά από 40 μέρες είχα πάρει λίγες δυνάμεις.
 Θα επέστρεφα, λοιπόν, στη δουλειά 
αλλά οι σύμμαχοι προέλαυναν γρήγορα και μας μετακίνησαν σε άλλο στρατόπεδο'. 

Ωστόσο ήταν και πολλές οι περιπτώσεις που οι κρατούμενοι στρέφονταν ο ένας απέναντι στον άλλο προκειμένου να επιβιώσουν. 'Λειτουργούσε το ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Τρεις φορές μου έκλεψαν τη φέτα του ψωμιού μέσα από τα χέρια άλλοι κρατούμενοι'.

Πέρα από όσα τράβηξε και τον θάνατο του αδελφού του ο κ. Γεωργιακάκης 
θυμάται όσα συνέβησαν μετά την απελευθέρωσή τους. 
'Ολες οι κυβερνήσεις όλα τα κράτη Γάλλοι, Πολωνοί, Ρώσοι έστειλαν να πάρουν τους δικούς τους. Μείναμε εκεί εμείς και οι Εβραίοι, που δεν είχαν πατρίδα. 
Βαρέθηκαν και οι Αμερικάνοι να μας βλέπουν και επιτάσσοντας φορτηγά 
μάς έστειλαν πίσω στην Ελλάδα και γύρισα στις 10 Ιουλίου. 

Οι γονείς μου είχαν κάνει το μνημόσυνο κιόλας, δεν πίστευαν ότι ζούσα.
 Χάρηκαν για μένα και στεναχωρήθηκαν, φυσικά, για τον αδελφό μου'. 

Το μίσος των Ναζί απέναντί τους είναι ζωντανό ακόμα στη μνήμη του κ. Θοδωρή. 
'Η προπαγάνδα τους έλεγε ότι ήμασταν όλοι παρτιζάνοι. 
Από χωριά που περνούσαμε για αγγαρείες ακόμα και τα παιδιά μάς χλεύαζαν. 
Δεν βρήκα  ίχνος συμπόνιας από τους Γερμανούς αλλά ακόμα και αν βρισκόταν έστω και ένας να σου δώσει μια φέτα ψωμί θα τον πήγαιναν και αυτόν στους φούρνους. 
Ηταν και πολλοί Γερμανοί αντιφασίστες μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης'.
ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ

Ο κ. Γεωργιακάκης είναι απογοητευμένος και από αυτό που είδε στη συνέχεια, στην επιστροφή του στα πατρογονικά εδάφη. 'Στην Αγιά όταν μας κρατούσαν πριν πάμε Γερμανία, περνούσαμε την... εξομολόγηση. Πίσω από ένα παράπηγμα και μέσα από τρύπες ήταν οι δωσίλογοι, έβλεπαν αυτούς που περνούσαν μπροστά από τους Γερμανούς 
και τους έλεγαν ποιον έχει βοηθήσει Αγγλος, ποιος είναι στο αντάρτικο. 
Μετά τον πόλεμο πήγα ως μάρτυρας στις δίκες τους. 
Είπα στο δικαστήριο «τον είδα με τα μάτια μου ήταν συνεργάτης των Ναζί». 
Τους έριξαν 10 χρόνια φυλακή και δεν κάθισαν μέσα ούτε μια μέρα. 
Δυστυχώς αυτά έγιναν μετά τον πόλεμο στις δίκες
 αλλά τι περιμένεις όταν οι ταγματασφαλίτες δίκαζαν τους δωσίλογους;', παρατηρεί.
 Θυμάται με ιδιαίτερη συγκίνηση τον αδελφό του. 
Ηταν καταπληκτικό παλικάρι, ήταν μορφωμένος γνώριζε και Γερμανικά 
 αλλά δεν το δήλωσε για να μην τον κάνουν επικεφαλής σε κάποια ομάδα
 και μετά πρέπει να βασανίζει τους δικούς μας. 
Τέτοιος άνθρωπος ήταν'. 



'Στον σταθμό των τρένων είδαμε τη νεκροκεφαλή'



'Φτάσαμε με το τρένο στον σταθμό του Μαουτχάουζεν. 

Ανοίγουν οι πόρτες των βαγονιών που ήμασταν μέσα σαν σαρδέλες
 και τότε ανταμώσαμε τη νεκροκεφαλή, τα SS. 

Σαν θηρία έπεσαν πάνω μας, χύμηξαν μας χτυπούσαν, ξύλο, κλωτσιές'. 
Ο Γιώργος Σταματάκης, είναι ένας από τους λιγοστούς επιζώντες του Μαουτχάουζεν. 
Τον συνέλαβαν επειδή βοηθούσε το Αγγλικό κλιμάκιο που βρίσκονταν στα Λευκά Όρη.
'Από το Μαουτχάουζεν μας πήγαν στο Μελκ στην Αυστρία.
 Εκεί φτιάχναμε ένα υπόγειο εργοστάσιο. 
Σκάβαμε 8 ώρες αδιάκοπα με κομπρεσέρ μέσα σε τεράστιες στοές. 
Αλλα η πιο δύσκολη δουλειά ήταν τα βαγόνια. 
Τα γεμίζαμε με πέτρες και έπρεπε να τα βγάλουμε έξω μέσα από ανηφόρες - κατηφόρες,
 εκεί έπεφτε πολύ ξύλο για να κάνουμε γρήγορα.
 Οσοι έμειναν σε αυτό το πόστο δεν άντεξαν πάνω από δύο μήνες, 
από το ξύλο και την εξάντληση'.

Ο ίδιος κατάφερε να επιβιώσει χάρις στη βοήθεια που είχε από άλλους Ελληνες κρατούμενους αλλά και χάρις στην εξυπνάδα του, που του επέτρεψε να παραμείνει στο Νοσοκομείο 
για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
 'Κοιμόμασταν 2,3,4 πάνω στο ίδιο κρεβάτι. 
Ξυπνούσες το πρωί και καταλάβαινες ότι ο διπλανός σου είχε πεθάνει το βράδυ. 
Τι να πρωτοθυμηθείς', λέει.

ΕΦΙΑΛΤΕΣ

Τα χρόνια έχουν περάσει αλλά οι αναμνήσεις παραμένουν ζωντανές στη μνήμη του κ. Σταματάκη. Ενα περιστατικό από αυτά το βλέπει πολλές φορές ως εφιάλτη τα βράδυα. 
'Ηταν μαζί μας πολλοί Ρώσοι αιχμάλωτοι, πολύ καλά παιδιά όλοι μεγαλόσωμοι. 
Δύο από αυτούς μια μέρα δραπέτευσαν, λύσσαξαν οι Ναζί και μας σάπισαν όλους τους υπόλοιπους στο ξύλο. Mετά από δύο μέρες έφεραν τους δραπέτες δεμένους και άσχημα δαρμένους. Μας μάζεψαν όλους στην πλατεία και διέταξαν τους υπόλοιπους Ρώσους
 να σκοτώσουν τους δύο συμπατριώτες τους. 

Βγήκαν δύο από τις γραμμές, τους έδωσαν δύο ξύλα που έβαζαν σφήνα ως σφήνες στα αυτοκίνητα, τα έβαλαν στο λαιμό αυτών που είχαν δραπετεύσει και ήταν γονατιστοί 
και... καταλαβαίνετε τι έγινε. 
Το βλέπω ακόμα στο ύπνο μου και ξυπνάω'. 

Μετά την απελευθέρωση ακολούθησε η εκδίκηση των κρατούμενων 
και πολλοί συνεργάτες των Ναζί εκτελέσθηκαν και κρεμάστηκαν. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο κ. Σταματάκης επιστρατεύτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στον κυβερνητικό στρατό και εκεί πέρασε επίσης δύσκολα χρόνια.
Τις αναμνήσεις του από την κατοχή και τον εμφύλιο 
τις καταγράφει σε βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα.



'Οι καλοστεκούμενοι πέθαιναν πρώτοι...'

'Οι καλοστεκούμενοι πέθαιναν πρώτα - πρώτα, εμείς που ήμασταν σκληραγωγημένοι είχαμε συνηθίσει στην πείνα καταφέραμε και ζήσαμε', μας εξηγεί ο κ. Χαράλαμπος Βιδάκης από το Θέρισο. Οργανωμένος στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, συνελήφθη και οδηγήθηκε αρχικά στο Μαουτχάουζεν και έπειτα στο Μελκ και στο Εμπενζεε, σκληρά στρατόπεδα εργασίας.



 'Είχα το νούμερο 65183, φανταστείτε πόσος κόσμος ήταν μέσα.
 Οσοι δεν πέθαιναν από εξάντληση και το ξύλο πέθαιναν από την πείνα', λέει.
 Οπως μάλιστα παραδέχεται 'ήμουν και τυχερός. 
Μου έτυχαν και κάποιοι καλοί άνθρωποι. 
Στο Μελκ δουλεύαμε σε μια σιδηροδρομική γραμμή. 
Ήταν ένας Γερμανός σκοπός και μου έκανε ένα νεύμα.
 «Μου κάνει νόημα ο σκοπός να πάω», λέω στους υπόλοιπους που ήταν μαζί μου. «Κουζουλάδες λες», μου απαντάνε. 

Προφασίστηκα ότι πάω προς νερού μου και πλησίασα το σημείο που ήταν ο Γερμανός. «Γκρέκος;», μου λέει.
 «Για» (σ.σ. ναι στα γερμανικά), του λέω καθώς μιλούσα λίγες λέξεις. 
Μου έδωσε να φάω κάτι μέσα σε ένα χαντάκι, ώστε να μη φαίνομαι. 
«Σε 2 - 3 μήνες εσείς θα είστε ελεύθεροι και εμείς κρατούμενοί σας», μου είπε. 

Πρέπει να ήταν αριστερός υπέθεσα. 
Επίσης, όταν ήμουν στο άλλο στρατόπεδο στο Εμπενζεε είχαμε έναν καλό Γερμανό επιστάτη, που μας άφηνε να βγάζουμε χόρτα αριστερά και δεξιά του δρόμου και να τα τρώμε'.

ΒΑΝΑΥΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Οι κρατούμενοι δούλευαν σε 3 βάρδιες. 
'Αν ήσουν βάρδια στις 5 το πρωί έπρεπε να σηκωθείς στις 3, 
να παραλάβουν οι αξιωματικοί την ομάδα μας, να μας κάνουν διάφορα καψόνια 
και μετά έφευγες για τις στοές. Δεν κοιμόσουν πάνω 4 - 5 ώρες το πολύ το 24ωρο. 
Αυτό ήταν το καθημερινό μας πρόγραμμα, το πρωί μάς έδιναν κάτι, τσάι το έλεγαν αλλά σαν σκέτο νερό ήταν, το μεσημέρι μια κουτάλα με κάτι σαν σούπα με ελάχιστα κολοκύθια, αγγούρια και το βράδυ μια φέτα ψωμί 80 γρ. με λίγη μαργαρίνη. Είχα μείνει πετσί και κόκκαλο.
 Εξαιτίας αυτής της... «δίαιτας» είχα σοβαρό πρόβλημα με το στομάχι στη συνέχεια', 
θυμάται ο συνομιλητής μας. 

Μπορεί να έχουν περάσει 65 χρόνια από τότε 
αλλά οι κρατούμενοι δεν θα μπορούσαν να ξεχάσουν την ημέρα της απελευθέρωσής τους.   'Από την παράγκα που ήμουν έβλεπα απέναντι τον δρόμο 
από τον οποίο φάνηκαν τανκς και αυτοκίνητα. 

«Έρχονται - έρχονται», φώναξα για να κατεβούμε στην πλατεία, μπαίνει λοιπόν το πρώτο αμερικάνικο τζιπ, σαν να το θωρώ στα μάτια μου. 
Ηταν όλες οι φυλές των κρατουμένων στην πλατεία και φώναζαν στη γλώσσα τους 
«ζήτω σωθήκαμε», Πολωνοί, Ρώσοι, Γάλλοι, Ούγγροι φωνάζαμε και εμείς στη γλώσσα μας. 

Σταματάει, λοιπόν, το τζιπ και πετάγεται ένας Ελληνοαμερικάνος. 
«Έλληνες είστε παιδιά. Σήμερα στην πατρίδα έχουμε Λαμπρή, είναι 6 Μαΐου».
 Μας έδωσε σοκολάτες και τσιγάρα', θυμάται ο κ. Βιδάκης, που επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά από καιρό έπεσε στη δίνη του εμφυλίου και τράβηξε τα πάνδεινα για χρόνια από διώξεις λόγω πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων.




'Ποιος θα αποζημιώσει;'

Οι πρώην κρατούμενοι στα ναζιστικά στρατόπεδα εργασίας, χάρις στην κινητοποίηση Γερμανών και Αυστριακών αντιφασιστών πήραν πριν από μερικά χρόνια μια μικρή οικονομική αποζημίωση από το Αυστριακό κράτος για τα όσα πέρασαν. 



Η Αυστρία αποζημίωσε, γιατί πολλά στρατόπεδα ήταν στο έδαφος της και το ίδιο και οι εταιρείες που καρπώνονταν την απίστευτη εκμετάλλευση των κρατουμένων. 
Ωστόσο, το Γερμανικό κράτος δεν πλήρωσε για τον πόνο που προκάλεσε,
 ενώ οφείλει και τις γερμανικές αποζημιώσεις για την καταλήστευση της χώρας. 
Δυστυχώς, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν τις διεκδίκησε και αυτό αποτελεί και ένα σοβαρό ερώτημα για τους πρώην κρατούμενους, ειδικά τις ημέρες μας.


adiaforos0
Το ποίημα είναι γραμμένο για τον έρωτα του Ιάκωβου Καμπανέλη 
στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχαουζεν.
 Όταν τελείωσε ο πόλεμος έψαξε να την βρει. 
Την βρήκε λίγα χρόνια μετά , αλλά ήταν ήδη παντρεμένη. 
Η ερωτική σχέση είχε αναπτυχθεί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο ατελείωτες ώρες, από μια απόσταση 30 μέτρων αν θυμάμαι καλά, χωρισμένοι από τα συρματοπλέγματα.
 (Αλλού ήταν οι άντρες και αλλού οι γυναίκες και τα παιδιά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου