Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ…-Toυ Νίκου Φελέκη


Ομιλία της Σ. Σακοράφα κατά τη συζήτηση της πρότασης μομφής
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ολόκληρη εκστρατεία γίνεται στα ΜΜΕ προκειμένου να υποβαθμίσουν το ίδιο το περιεχόμενο της πρότασης μας.
Διάσημοι “τηλεκριτές” αναρωτιούνται με βαθυστόχαστες αναλύσεις εάν η ΕΡΤ είναι η σοβαρή αιτία που μπορεί να προκαλέσει τη συγκεκριμένη πολιτική αντίδραση.
Αυτό δείχνει και το βάθος και την έκταση τόσο του υπονομευτικού ρόλου των ΜΜΕ, όσο και του ίδιου του πολιτικού συστήματος.

Υπονόμευση όχι απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή είναι και δεδομένη και ερμηνεύσιμη και κατανοητή, ειδικά μετά και το τελευταίο δώρο, της συγκυβέρνησης, αξίας πολλών εκατομυρίων ευρώ, προς τους κ.κ. Μπόμπολα, Αλαφούζο, Κυριακού και Βαρδινογιάννη.
Πρόκειται για ευθεία υπονόμευση της ίδιας της δημοκρατίας.
Η ΕΡΤ είναι κάτι περισσότερο από τους εργαζόμενους, κάτι περισσότερο από δημόσια τηλεόραση.
Η υπόθεση της ΕΡΤ είναι η ίδια η δημοκρατία και οι θεσμοί.
Από την πρώτη ημέρα που έπεσε το μαύρο είναι ζήτημα δημοκρατίας.
Από τις 18 Οκτωβρίου, που έληξε η ισχύς της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, και άρα η ΕΡΤ είναι νόμιμος διαχειριστής των συχνοτήτων, είναι ζήτημα θεσμών.
Από τη μέρα που σφραγίσατε την είσοδο με χειροπέδες είναι ζήτημα κυβερνητικής παρανομίας.
Και αυτά που περιγράφω είναι το έως εδώ!
Έως εδώ, μετά από 4 χρόνια,
που μετατρέψατε το κοινοβούλιο σε σωματείο σφραγίδα,
που οι ξένοι γκαουλάιντερ, λύνουν και δένουν στα υπουργεία,
που εκβιάζετε το λαό και τον απειλείτε αν λειτουργήσει σαν ελεύθερος πολίτης.
Έως εδώ, μετά από 4 χρόνια βίαιης καταστολής, κατατρομοκράτησης και πολιτικών διώξεων.
Έως εδώ, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, που παρέα με τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ ξεδιάντροπα εξισώνετε τη ριπή με το ακορντεόν, το Σάντα και τον Γλέζο με τους ναζί εγκληματίες, την ίδια στιγμή, που πρωθυπουργικοί σύμβουλοι καλοδέχονταν το φίδι σαν κυβερνητικό εταίρο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι
Ακόμη απορείτε;;;;
Nαι λοιπόν το υπογραμμίζω με πλήρη ευθύνη των όσων λέω:
Η πρόταση δυσπιστίας αφορά κατά κύριο λόγο την ίδια τη δημοκρατία.
Τη διάσωση της δημοκρατίας σαν πολίτευμα, σαν τρόπο ζωής και δράσης, σαν υποχρέωση και δικαίωμα αντίστασης.
Απέναντι σε μια εξουσία, που την ποδοπατά και ποινικοποιεί τα δικαιώματα που προκύπτουν και απορρέουν από αυτή.
Το δεύτερο ζωτικό ζήτημα, στο οποίο στηρίζεται η πρότασή μας είναι η ίδια η οικονομία των μνημονίων.
Φτάσαμε στο σημείο μηδέν.
Αφήστε τις μεγαλοστομίες και τις λογιστικές καρικατούρες περί πρωτογενούς πλεονάσματος.

Τα ταμεία πεθαίνουν, οι άνεργοι φτάνουν στο κόκκινο, νέα μέτρα έρχονται – σας τα είπε και ο Τόμσεν κύριε Στουρνάρα – η πρώτη κατοικία βγαίνει στο σφυρί κι εσείς τι κάνετε;
Ο πρωθυπουργός, σαν άλλη Μαρία Αντουανέττα, μοιράζει τεχνολογικά παντεσπάνια και δίπλα τρέχει η ζωή για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, που δεν έχουν να φάνε, δεν έχουν πρόσβαση στην περίθαλψη και τώρα θα δουν και τα σπίτια τους να χάνονται.
Και την ίδια στιγμή διάφοροι βουλευτές βάζουν και βγάζουν τις κόκκινες γραμμές με εντυπωσιακή ευλυγισία.
Ακόμη απορείτε;;;;;;
Nαι λοιπόν, το υπογραμμίζω με πλήρη ευθύνη των όσων λέω:

H πρόταση δυσπιστίας αφορά στο οικονομικό έγκλημα που διαπράττετε στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας, και όποιος θέλει να δει το δάσος ας αφήσει τις στάνες και ας αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί.
Γιατί το δάσος καίγεται και τα κουφάρια αυτή τη φορά είναι ανθρώπινα και είναι και πάρα πολλά.
Και μπρος σε αυτήν την κατάσταση βγήκε και ο κ. Βενιζέλος και χαρακτήρισε την πρότασή μας “πράξη εθνικής ανευθυνότητας τη στιγμή που η χώρα διαπραγματεύεται”.
Να σας πω εγώ μια σειρά πράξεων κύριε Βενιζέλε που αποτελούν πράξεις εθνικής ανευθυνότητας και μείζονος πολιτικής διαπλοκής.
Ο νόμος “περί ευθύνης υπουργών”, περί προκαταβολικής αμνηστίας δηλαδή προμελετημένων εγκλημάτων.
Ο νόμος, που ορίζει τα περί λειτουργίας των καναλιών και προσωρινής αδειοδότησης.
Ο νόμος για τη ρύθμιση χρεών των ΠΑΕ, το κούρεμα των ασφαλιστικών ταμείων και των μικροομολογιούχων.
Αυτά τα εγκλήματα εσείς τα διαπράξατε.


Να πάμε στους Ολυμπιακούς αγώνες κύριε Βενιζέλο, και στο τεράστιο φέσι που άφησαν στο λαό μας;
Να πάμε στη λίστα Λαγκάρντ, κύριε Βενιζέλο, που την κρύβατε 14 ολόκληρους μήνες.
Να πάμε και στα υποβρύχια, κύριε Βενιζέλο, για τα οποία φυσικά και ψεύδεστε και εσείς και ο κ. Σαμαράς ότι δήθεν δε σας βρήκαν τίποτε, αφού τροποποιήσατε το άρθρο 31Β του Κανονισμού της Βουλής ώστε η Επιτροπή να εξετάσει δεσμευτικά την περίοδο και μόνον που δεν αφορά εσάς και τον κ. Τσοζατζόπουλο !!!

Αντιλαμβάνεστε κυρίες και κύριοι συνάδελφοι και τους περεταίρω λόγους για την κατάθεση τούτης της πρότασης δυσπιστίας.
Αφορά, πέραν της δημοκρατίας και της χρεωκρατίας, - και το λέω με πλήρη επίγνωση - αφορά και μία άλλη ιδιότητα του πολιτικού μας συστήματος :
την κλεπτοκρατία.
Αφορά στη μομφή ενός ολόκληρου λαού για τα σημερινά, αλλά και για αυτά που τον οδήγησαν έως τα σημερινά.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε και τον κ. Σαμαρά και τις βαρύτατες πολιτικές ευθύνες.
Πότε λέγατε την αλήθεια κ. Σαμαρά;
Τότε, στο Ζάππειο, όταν κομπάζατε :
“για να επανορθώσουμε αδικίες απαιτούνται 550 εκατομμύρια, βρήκαμε ήδη διπλάσια «ισοδύναμα»! Κι αν χρειαστεί υπάρχουν κι άλλα.”
Eάν λέγατε τότε αλήθεια, η σημερινή πρόταση δυσπιστίας είναι αυτονόητη.
Εάν λέτε τώρα αλήθεια, τότε πράγματι, η συνειδητή κοροϊδία ενός ολόκληρου λαού δεν τιμωρείται μόνο με μια πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησής σας.
Και, ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, τολμάτε να λέτε ότι τούτη η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί τέχνασμα εσωκομματικής κατανάλωσης εκ μέρους του κ. Τσίπρα.
Όχι κυρίες και κύριοι συνάδελφοι
Και το ξέρετε πολύ καλά ότι δεν είναι έτσι.
Τούτη η πρόταση απαντά σε δύο σοβαρότατα ερωτήματα:
Πότε και με ποιους.
Όσον αφορά στη χρονική στιγμή, στο πότε δηλαδή, νομίζω ότι το ανέλυσα ενδελεχώς.
Όσον αφορά στο με ποιους :
Εμείς, τη μεγάλη μας συμμαχία την κτίζουμε μέσα στην κοινωνία.
Ποτέ άλλοτε η θέση ή ΕΜΕΙΣ ή ΑΥΤΟΙ δεν ήταν τόσο επίκαιρα αναγκαία.
Αυτή η θέση, για την οποία κατηγορούμαστε ότι δήθεν διχάζουμε το λαό.
Όχι κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της συγκυβέρνησης
Ενώνουμε το λαό εναντίον σας.
Και αυτό είναι που σας φοβίζει.
Δεν υπάρχει ακριβέστερος χαρακτηρισμός από αυτόν.
Και τον επαναδιατυπώνω :
Eνώνουμε το λαό εναντίον σας, εναντίον όλων όσων τον ποδοπατούν και τον καταστρέφουν, προκειμένου να υπηρετήσουν τα συμφέροντα της τάξης τους και των τραπεζιτών.
Όσον αφορά στα περί “κοινοβουλευτικής αυταπάτης”.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Κάθε μέσο πάλης πρέπει να χρησιμοποιείται.
Και η πρόταση μομφής είναι ένα από αυτά.
Μικρό, συνήθως αναποτελεσματικό, αλλά πάντως υπαρκτό.
Στις παρούσες συνθήκες, προσφέρει δύο τουλάχιστον σοβαρές υπηρεσίες.
Η πρώτη και σοβαρότερη.
Να αποτελέσει το έναυσμα για να ξαναβγούμε κατά χιλιάδες στους δρόμους, γιατί φυσικά καμία ανατροπή δεν γίνεται μόνον από τα πάνω.
Και αυτό που λείπει από το λαό μας δεν είναι μια τηλεοπτική νίκη, αλλά η νίκη ενός αγώνα.
Η νίκη ενός λαού.
Άρα η πρόταση δυσπιστίας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για περαιτέρω κινητοποίηση και εμπέδωση της ελπίδας στο λαό μας.
Η δεύτερη υπηρεσία αυτής της πρότασης.
Να περάσουμε από το πεδίο των αλληλοκαρφωμάτων, του “ντεμί αντιμνημονίου”, του ολίγον “παρών” και της τζάμπα αντίστασης, στο δια ταύτα.
Την Κυριακή, ο καθείς θα αναλάβει την ευθύνη του στην πιο κρίσιμη ιστορική στιγμή από την χούντα και μετά.
Νοέμβρης ήταν το 73 και ο εκφωνητής σφράγισε το σταθμό φωνάζοντας: “ Έλληνες, οι καρδιές ψηλά”.
“Ψυχή βαθειά” είπε ο εκφωνητής το 2013.
Και ο Παλαμάς, που το σπίτι του πουλιέται για τις μνημονιακές υποχρεώσεις, έγραψε:


“Να γίνουμε οι γκρεμιστές, γιατί εμείς είμαστε και οι κτίστες.
Και ξέρουμε ότι το γκρέμισμα θέλει νου και καρδιά και χέρι.”
Και εμείς και το πιστεύουμε και το θέλουμε και το μπορούμε και το δεσμευόμαστε στο λαό μας !!! 





Αν υπάρχει κάτι χειρότερο από τους πολιτικούς αυτό είναι οι δημοσιογράφοι. Και ιδιαίτερα οι δημοσιογράφοι-σχολιαστές στα δελτία ειδήσεων ή στις λεγόμενες πολιτικές -θεός να τις κάνει- νυχτερινές και μεταμεσονύκτιες εκπομπές.
Χθες, και με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώθηκε, για μια εισέτι φορά, η ανεπάρκεια των «διαμορφωτών» της κοινής γνώμης. Το τι βλακεία ακούστηκε δεν περιγράφεται. Ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του.
 Και σε κάθε περίπτωση ήταν εξόφθαλμη, σε βαθμό παρεξηγήσεως, η εξάρτησή τους από τα επικοινωνιακά κέντρα των κομμάτων είτε της συμπολίτευσης είτε της αντιπολίτευσης.
Οι μεν, μεταφέροντας, ανερυθρίαστα, τη γραμμή της (συγ)κυβερνήσεως, προσπαθούσαν να μας πείσουν πόσο λάθος ήταν η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και οι δε, λειτουργώντας επίσης ως χαλκεία -της Κουμουνδούρου αυτοί, μας ανέλυαν την ορθότητα της κίνησης Τσίπρα.
 Οι δεύτεροι είναι μάλιστα χειρότεροι από τους πρώτους, αφού δεν ήταν ικανοί να εισφέρουν έστω ένα επιχείρημα, πέραν της «γραμμής», που να αιτιολογεί πειστικά την πρόταση δυσπιστίας.
Ας δούμε ένα ένα τα όσα ακούστηκαν. Πρώτον, ειπώθηκε ότι ποτέ στη Μεταπολίτευση δεν ευδοκίμησε καμία πρόταση δυσπιστίας. Αλήθεια είναι. Αυτό όμως τι αποδεικνύει;
 Ότι ήταν λάθος η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ; Τότε γιατί δεν ήταν λάθος και όλες όσες είχαν προηγηθεί; Περίμενε ή περιμένει κανείς να πέσει η κυβέρνηση από μια πρόταση δυσπιστίας;
 Όχι βέβαια.
Οι προτάσεις δυσπιστίας δεν γίνονται (κοινοβουλευτικά κακώς βέβαια) για να πέσει η κυβέρνηση, αλλά για να προκληθεί συζήτηση, επί τριήμερον, στη Βουλή για κάποια θέματα που κατά την αντιπολίτευση είναι μείζονα και πρέπει αφενός να τα πληροφορηθεί ο λαός και αφετέρου να τεθούν προ των ευθυνών τους οι βουλευτές, και ιδιαίτερα όσοι, εκ της συμπολιτεύσεως κυρίως, θέλουν να εμφανίζονται ότι είναι και με τον …αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ.
Από την πρόταση δυσπιστίας η αντιπολίτευση περιμένει -αυτό τουλάχιστον διδάσκει ο κοινοβουλευτικός βίος στη Μεταπολίτευση- να κεφαλαιοποιήσει τα (υποτιθέμενα) κέρδη από τη δική της πολιτική και όχι για να ρίξει την κυβέρνηση. 
Οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν από ενέργειες της αντιπολίτευσης, αλλά από εσωτερικές διαμάχες στη συμπολίτευση. Κακώς, γιατί αυτό αποτελεί υποβάθμιση και ακύρωση των κανόνων του κοινοβουλευτισμού και κυρίως της ανεξαρτησίας του βουλευτή ως εκπροσώπου του έθνους. Όμως στην Ελλάδα ζούμε, όπου όλα είναι στο περίπου. Περίπου κοινοβουλευτισμός, περίπου δημοκρατία, περίπου κράτος και πάει λέγοντας. 
Γι’ αυτό και η πρόταση δυσπιστίας, από ουσιαστική κοινοβουλευτική διαδικασία έχει μετατραπεί σε σημειολογική πολιτική κίνηση. Δεν κατατίθεται για να παράξει αποτελέσματα, αλλά για να καταδείξει πολιτικές.
Δεύτερον, λέχθηκε ότι με τον τρόπο αυτό συσπειρώνονται οι κοινοβουλευτικές ομάδες της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ σε μια στιγμή που επικρατεί αναβρασμός στο εσωτερικό τους. Και ποιος το λέει αυτό; Όσοι στηρίζουν την κυβέρνηση και διαφωνούν με την αντιπολίτευση. 
Δηλαδή τι μας λένε όλοι αυτοί; Ότι ήθελαν να πέσει η κυβέρνηση και τους έπιασε ο πόνος που ο ΣΥΡΙΖΑ τους συσπειρώνει; Ας είμαστε σοβαροί. Υπάρχει έστω και ένας που να πίστευε ότι οι βουλευτές θα έριχναν την κυβέρνηση; Ούτε ένας.
 Αυτοί που σήμερα κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι προσφέρει σε διαφωνούντες βουλευτές της συμπολίτευσης το πρόσχημα για να συνταχθούν με την κυβέρνηση ήταν (και είναι) έτοιμοι να «ξεσκίσουν» όποιον βουλευτή υπήρχε πιθανότητα, με την ψήφο του, να θέσει εν αμφιβόλω την κυβερνητική πλειοψηφία. 
Η υποκρισία τρέχει από τα μπατζάκια τους. Ας τη μαζέψουν πριν την πατήσουν και γλιστρήσουν.
Αντί να λένε αυτές τις αηδίες, ας σκεφτούν και αυτοί και η κυβέρνηση κάτι που ίσως ούτε η Κουμουνδούρου να μη σκέφτηκε όταν κατέθετε την πρόταση δυσπιστίας. Και λέω ούτε η Κουμουνδούρου γιατί μάλλον είμαι σίγουρος ότι η πρόταση κατετέθη εν θερμώ και μεταξύ άλλων στόχευε και στο να συσπειρώσει την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, της οποίας μια σημαντική μερίδα εξαγριώθηκε με τις δηλώσεις Τσίπρα, στις ΗΠΑ, περί παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη.
Ποιο είναι αυτό το κάτι που δεν σκέφτηκαν όλοι όσοι υποστηρίζουν ότι η πρόταση δυσπιστίας θα λειτουργήσει υπέρ της συνοχής της συμπολίτευσης; Μα, το γεγονός ότι βοηθάει όποιους βουλευτές θέλουν να καταψηφίσουν μέτρα, όπως ας πούμε το φόρο επί των ακινήτων. Καταψηφίζοντας την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν εφεξής να υποστηρίζουν ότι «εμείς δεν θέλουμε να ρίξουμε την κυβέρνηση και το αποδείξαμε, αλλά είμαστε αντίθετοι στο (τάδε) μέτρο και δεν το εγκρίνουμε».
Με απλά λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ με την πρόταση δυσπιστίας παρέχει το άλλοθι σε διαφωνούντες βουλευτές της συμπολίτευσης να μη δώσουν ψήφο σε μέτρα με τα οποία λένε ότι διαφωνούν… 
Έχοντας δείξει, με την καταψήφιση της πρότασης δυσπιστίας, ότι στηρίζουν την κυβέρνηση, τους λύνονται τα χέρια για να ψηφίσουν διαφορετικά από αυτά που θα εισηγηθεί, μετά από λίγες μέρες, ας πούμε ο Στουρνάρας. Η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ τους νομιμοποιεί, τους προστατεύει από κατηγορίες και ταυτόχρονα τους απελευθερώνει.
 Αν επιλέξουν να ψηφίσουν μέτρα με τα οποία μέχρι τώρα δηλώνουν αντίθετοι, απλά θα εκτεθούν και θα ρεζιλευτούν.
Τρίτον, αυτά που λέγονται ότι δήθεν χάνει ο ΣΥΡΙΖΑ για έξι μήνες το κορυφαίο κοινοβουλευτικό όπλο για να ρίξει την κυβέρνηση μόνο το γέλωτα προκαλούν και εκθέτουν όσους το υποστηρίζουν. Είπαμε, αν έχει δείξει ένα πράγμα η Μεταπολίτευση είναι ότι οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν από τις προτάσεις μομφής της αντιπολίτευσης, αλλά από εσωτερικές αντιθέσεις. Τις 151 ψήφους τις διαθέτει η συμπολίτευση και γι’ αυτό κυβερνά. Η κυβέρνηση είναι κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και όχι ανοχής.

Αν κάποιοι θέλουν να ρίξουν την κυβέρνηση έχουν πολλές ευκαιρίες να το πράξουν. Υπάρχει σε λίγο ο προϋπολογισμός που ισοδυναμεί με ψήφο εμπιστοσύνης. Υπάρχουν επίμαχα νομοσχέδια. Υπάρχουν (παράλογα) μέτρα που απαιτεί η τρόικα.
 Να κοπεί λοιπόν το καλαμπούρι περί δήθεν εξαμήνου παρατάσεως ζωής στην κυβέρνηση, λόγω της πρότασης δυσπιστίας. Αν μη τι άλλο, αδικούν και την κυβέρνηση και αμφισβητούν τη σταθερότητά της. Υποστηρίζοντας αυτό το επιχείρημα ούτε την αντιπολίτευση πλήττουν ούτε στην κυβέρνηση προσφέρουν, όπως ίσως νομίζουν, καλή υπηρεσία.
 Κακώς δε, κάκιστα, αυτό το επιχείρημα προβάλλεται και από κυβερνητικούς κύκλους. Είναι σαν να πυροβολούν τον εαυτό τους.
Τέταρτον, υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπρεπε να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας την ώρα που είναι σε εξέλιξη οι συζητήσεις της κυβέρνησης με το τεχνικό κλιμάκιο της τρόικας. Αποτελεί αυτή η κίνηση, λένε, «πισώπλατη εθνική μαχαιριά». 
Σιγά μην είναι και ριπηδόν πυροβολισμός με Καλάσνικοφ! Ίσα ίσα, αν η κυβέρνηση το χειριστεί έξυπνα, είναι ένα πλεονέκτημα υπέρ της. Μπορεί κάλλιστα να υποστηρίξει ότι οι απαιτήσεις της τρόικας δυναμιτίζουν πλέον ανοιχτά την πολιτική και κοινοβουλευτική σταθερότητα.
Η πρόταση δυσπιστίας του Αλέξη Τσίπρα, τηρουμένων των αναλογιών και ανεξαρτήτως σκοπιμοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον αντίστοιχη με το «βυθίσατε το Χόρα» του Ανδρέα Παπανδρέου το 1976 θα μπορούσε να εκληφθεί. 
Και ως τέτοια πρέπει να αξιοποιηθεί από τον Αντώνη Σαμαρά, όπως είχε αξιοποιηθεί τότε και από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή η ρήση του Ανδρέα.
Τούτων δοθέντων, αν εγώ είχα κάτι να πω είναι ότι κακώς δίδεται τόσο υπερβολικά μεγάλη σημασία στην πρόταση δυσπιστίας. Είναι μια προβλεπόμενη κοινοβουλευτική διαδικασία – προνομία της αντιπολίτευσης, όπως και η πρόταση εμπιστοσύνης είναι όπλο της κυβέρνησης.
Για τρεις ημέρες θα υπάρξει εφ’ όλης της ύλης συζήτηση στη Βουλή, κάτι μάλλον καλό για την πληροφόρηση των πολιτών, ιδίως τις παράξενες τούτες μέρες με τις εν ψυχρώ πολιτικές(;) εκτελέσεις συνανθρώπων μας, αλλά και την θορυβώδη έλευση του τεχνικού κλιμακίου της τρόικας για έλεγχο των πεπραγμένων.
 Η κυβέρνηση δεν κινδυνεύει να πέσει. Η συζήτηση με την τρόικα δεν πρόκειται να επηρεαστεί, εξάλλου τώρα άρχισε κι έχουμε μέρες μπροστά μας. Αν πάντως επηρεαστεί μάλλον θα ‘ναι προς το θετικό.
Τα κόμματα θα εκθέσουν τις απόψεις τους και αντίστοιχα θα εκτεθούν. Αν ο Τσίπρας ευελπιστεί να αποκομίσει και οφέλη από τη στάση του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ, του ΚΚΕ, ανεξάρτητων ή διαφωνούντων βουλευτών με γεια του και χαρά του. Έχει το δικαίωμα να το κάνει, είναι στο χέρι των άλλων να μην του το επιτρέψουν. Αυτό είναι το πολιτικό παιχνίδι.
Τίποτα άλλο συγκλονιστικό, κι ας με συγχωρέσουν οι συνάδελφοι της τηλοψίας, δεν μπορώ να δω. Μόνον ότι η ζωή των ανθρώπων τραβάει την ανηφόρα. 
Ανηφόρα δύσκολη που ολοένα και δυσκολεύει…








































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου