Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Όταν ο Καραγάτσης συνομιλούσε με τους Πρωτοπόρους-toυ Νίκου Σαραντάκου





























Ποιους Πρωτοπόρους, θα ρωτήσετε.
Με τον τίτλο αυτόν («Πρωτοπόροι») κυκλοφόρησε το 1930-31 ένα «περιοδικό της προχωρημένης διανόησης», όπως ήταν ο υπότιτλός του, που εκδιδόταν από ομάδα αριστερών λογοτεχνών-καλλιτεχνών, με ψυχή τους τον Πέτρο Πικρό και με την υποστήριξη του ΚΚΕ. 
Στα τέλη του 1931 το ΚΚΕ ήρθε σε σύγκρουση με τον Πικρό κατηγορώντας τον (όχι τελείως αβάσιμα) ότι χρησιμοποιεί το περιοδικό για προσωπική προβολή του, οπότε η υπόλοιπη συντακτική ομάδα αποχώρησε και εξέδωσε το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», με το οποίο συνεργάστηκαν πολλοί αριστεροί και κομμουνιστές λογοτέχνες και διανοούμενοι, έως το 1936 που το περιοδικό έκλεισε με τη δικτατορία του Μεταξά. 
 Τον Αύγουστο του 1943 με πρωτοβουλία του ΕΑΜ εκδόθηκαν πάλι οι Πρωτοπόροι, φυσικά παράνομοι, αλλά με χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε νόμιμο έντυπο: τακτική κυκλοφορία, τιμή πώλησης, ακόμα και στήλη αλληλογραφίας.


Επειδή όμως το περιοδικό ήταν παράνομο, οι συνεργάτες του υπέγραφαν με ψευδώνυμα, εκτός από όσους είχαν βγει στο αντάρτικο. 
Έτσι, ας πούμε, μπορεί ο Γιώργος Λαμπρινός να υπέγραφε με το όνομά του, αλλά οι περισσότερες συνεργασίες ήταν ή ανυπόγραφες ή ψευδώνυμες:
 ως Μ. Αλκαίος υπογράφει ένα διήγημά του ο Ηλίας Βενέζης, ως Α. Ταπεινός έδωσε το ποίημα «Αθήνα 1943» ο Νίκος Καββαδίας, ενώ ο Μάρκος Αυγέρης, που ήταν στυλοβάτης του περιοδικού υπέγραφε Μ. Στεφανίδης (ψευδώνυμο του ψευδωνύμου, αφού το κανονικό του όνομα ήταν Παπαδόπουλος).
Οι Πρωτοπόροι εξέδωσαν πέντε τεύχη, έως τον Δεκέμβριο του 1943. Δεν ξέρω για ποιον λόγο διακόπηκε η έκδοση, αν δηλαδή υπήρξαν τεχνικές δυσκολίες ή αν έγινε η επιλογή να διοχετευτούν οι προσπάθειες στο εβδομαδιαίο περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα που κυκλοφορούσε νόμιμα.
Πέρα από ποιήματα και διηγήματα, οι Πρωτοπόροι δημοσίευαν και κριτικά κείμενα. Σε κάποια από αυτά γίνεται καλοπροαίρετη κριτική σε λογοτέχνες οι οποίοι δεν ανήκαν στην Αριστερά, σε μια προσπάθεια συζήτησης, προσέγγισης ή προσεταιρισμού τους. Έτσι, στο 3ο τεύχος δημοσιεύτηκε κριτική στο «Δαιμόνιο» του Γ. Θεοτοκά, ενώ στο 2ο τεύχος δημοσιεύτηκε μια συνολική κριτική του έργου του Μ. Καραγάτση, η οποία προκάλεσε, στο 4ο τεύχος, την απάντηση του ενδιαφερόμενου, έστω και με ψευδώνυμο -δήθεν ότι πρόκειται για «φίλο του Καραγάτση».
Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την ανταλλαγή απόψεων μέσα στην Κατοχή, και θα δημοσιεύσω εδώ τα δύο κείμενα, που τα πληκτρολόγησαν η Σουμέλα και ο Σκύλος -τους ευχαριστώ πολύ. Να σημειώσω ότι δεν είναι, βεβαίως, αθησαύριστα ή άγνωστα -αλλά, από την άλλη, δεν είναι και πολύ γνωστά, και πάντως δεν υπάρχουν στο Διαδίκτυο. Την επιστολή Καραγάτση την έχει σχολιάσει ο Αλέξ.Αργυρίου στο Αντί (τχ. 768-9/2002) και από εκεί αντλώ επίσης κάποια στοιχεία.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ
Ο κ. Καραγάτσης είναι ο πιο γόνιμος από τους μυθιστοριογράφους και διηγηματογράφους μας, είναι παραγωγικότατος· και μ’ όλο που είναι νέος ακόμα, το έργο του είναι κιόλας σημαντικό, όχι μόνο σε όγκο, μα και σε ποιότητα. Ο κ. Κ. είναι ένα από τα πιο πηγαία και πιο πλούσια ταλέντα του τόπου μας. Η αφήγησή του είναι φυσική, ζωηρή, χωρίς προσπάθεια και με αληθινή αφηγηματική ευφορία· ξέρει να κρατεί τη θεματική του διάθεση σ’ ορισμένο επίπεδο, χωρίς πεσίματα κι ανεβάσματα, χωρίς παράταιρες ή απότομες μεταβολές στον αφηγηματικό τόνο και στο ρυθμό. Είναι ένας από τους λογοτέχνες μας που βρίσκονται πλησιέστερα στο ρεαλισμό και παρουσιάζει τη λιγότερη φιλολογία.
Το θέλγητρο της αφήγησής του καθώς και το μεγάλο μυστικό της βρίσκεται στη λεπτομέρεια.  Έχει το αίσθημα της λεπτομέρειας κι είναι ένας μαέστρος στο χειρισμό της, αναφέρει τα λουλούδια με τ’ όνομά τους, τα πουλιά, όλα τα πράγματα, δεν μιλά αόριστα και με γενικότητες·  αυτό δίνει αλήθεια στον κόσμο του και υποβάλλει την αίστηση της πραγματικότητας, δίνει πληθώρα τις εικόνες κι η παράστασή του είναι γεμάτη κίνηση και πλούτο ζωής.
Το διάβασμα μερικών διηγημάτων του που τυπώθηκαν τελευταία σ’ έναν  τόμο με τον τίτλο «Νυχτερινή Ιστορία» δε μας έκαμε ν’ αλλάξουμε γνώμη. Μα η νουβέλα του «Το Χαμένο νησί» που κυκλοφόρησε κι’ αυτή σε τόμο, είναι ερμαφρόδιτη ένωση του πραγματικού και του φανταστικού, είναι συγκόλλημα ολότελα τεχνητό που δεν έπιασε, το φανταστικό στοιχείο δε δικαιώνεται από κάποια εσωτερική λογική, μένει ξεκάρφωτο κι αδικαιολόγητο και καταστρέφει τα ρεαλιστικά στοιχεία της διήγησης, που είναι ωστόσο με δύναμη γραμμένα. 
Δεν μπορούμε να νοιώσουμε ποιος λόγος έσπρωξε το συγγραφέα σ’ αυτή την αναπάντεχη όσο κι αφύσική στροφή, όπως δεν μπορούμε να νοιώσουμε τι ζητά και τι μέλει να πει μ΄ όλο το έργο του αυτό. 
Ο κ. Κ. είναι λογικός στη συγκρότησή του κι η δύναμή του ακριβώς στηρίζεται στη λογική κυριαρχία που ασκεί στον εαυτό του και στην οργάνωση του υλικού του. Η ευκολία όμως που του δίνει το ταλέντο του κι η πεποίθηση στις ικανότητές του τον οδηγούν κάπου κάπου σε προχειρολογήματα κι’ επιπολαιότητες. 
Μα δεν είναι αυτός ο σοβαρός του κίνδυνος για το ταλέντο του. Ο σοβαρός κίνδυνος προέρχεται από τις λίγες ιδέες που τον εμπνέουν. Σχεδόν όλος ο κόσμος του  περιστρέφεται γύρω από την ερωτική ζωή, η κεντρική δημιουργική εστία του είναι το γενετήσιο ένστιχτο, γύρω σ’ αυτό κανονίζει τα θέματά του κι εφευρίσκει το υλικό του. 
Δε δείχνει ποια είναι τα κοινωνικά του ενδιαφέροντα, διαφαίνεται μάλλον μια στάση αδιάφορη ή εχθρική μπροστά στ’ άλλα κοινωνικά φανερώματα, τα κοινωνικά του αισθήματα χαρακτηρίζονται από κάποιο νιτσεϊκό θάλεγα ατομισμό, από έναν αριστοκρατικό εγωϊσμό.  
Δεν ενδιαφέρεται για την κίνηση των κοινωνικών ρευμάτων της εποχής του, για τα οικονομικά και τα άλλα κίνητρα που δημιουργούν την ιστορία, για τη σημερινή πορεία που ακολουθεί ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, για τις δυνάμεις που τον δουλεύουν, για την πάλη των αντιθέσεων που δημιουργούν σειρά τις σημερινές κρίσεις· 
δεν έχει ιδέα για τα διαλεχτικό χαρακτήρα της ζωής, για όλα τα δραματικά προβλήματα του καιρού μας, για τον κοσμογονικό κι ηρωϊκό χαραχτήρα του. 
Όλη η Ελλάδα είναι σαν ένα νησί του Ροβινσώνα που δεν το φτάνουν οι φλόγες της πυρκαϊάς που κατατρώει τον κόσμο.
 Μα αυτό δεν είναι μόνο αρρώστια δική του , παρά των περισσότερων Ελλήνων λογοτεχνών. Και να συλλογίζεται κανένας πως είναι περισσότερο από εκατό χρόνια που ο Μπαλζάκ, ο πατέρας του σύγχρονου μυθιστορήματος πλούτισε το είδος αυτό, ευτύς από την αρχή μ’ όλες τις ιδέες που το θρέφουν από τότε, να συλλογιστεί πως εκείνος πριν από εκατό χρόνια είδε το γιγάντιο συγκρότημα του σημερινού κόσμου και τις τιτανικές δυνάμεις που το κινούν, τα οικονομικά, κοινωνικά και ιστορικά αίτια που τον διαμορφώνουν, την τεράστια δημιουργική δύναμη που  τον σπρώχνει όλο μπροστά στην ιλιγγιώδη πορεία του προς ένα μεγαλόπρεπο μέλλον. 
Τίποτε από την κίνηση αυτή δεν υποψιάζεται ο κ. Κ., ζει σε μια αστική αυτάρκεια και θαρρούμε πως δε θ’ αργήσει πολύ να βρεθεί στο αδιέξοδο που βρίσκεται όλο το αστικό πνεύμα. 
Μάλιστα άρχισε κιόλας να μπαίνει σ’ αυτό το αδιέξοδο. Το μυθιστόρημα του ο Λουκάς Κατελάνος που δημοσιεύεται στην «Πρωΐα», έχει χαραχτήρα επιφυλλιδογραφίας και δε λέει πολλά πράγματα. Είναι φανερό πως ο συγγραφέας δεν έχει τίποτε να πει. Επειδή συμπαθούμε το ταλέντο του και θα ευχόμαστε να τον ιδούμε να παίρνει καλύτερο προσανατολισμό, νομίσαμε αναγκαίο ν’ αναφέρουμε όλες τις αρετές και τα ελαττώματά του· ίσως η κριτική μας αυτή να του σταθεί χρήσιμη σαν προειδοποίηση για τους κινδύνους που τον περιμένουν και που δεν τους υποψιάζεται ακόμη.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε χωρίς υπογραφή. Ο Αργυρίου μας πληροφορεί ότι το έγραψε ο Γιώργος Λαμπρινός. Ο συντάκτης αναφέρεται στο μυθιστόρημα «Ο καθηγητής Λουκάς Κατελάνος» που δημοσιευόταν σε συνέχειες στην Πρωία το 1943. Ίσως ούτε ο Καραγάτσης να το είχε σε μεγάλη εκτίμηση, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι μεταπολεμικά δεν το εξέδωσε σε βιβλίο.
Στο 4ο τεύχος των Πρωτοπόρων (Νοέμβριος 1943) το περιοδικό δημοσιεύει, στη στήλη «Το βιβλίο», την απάντηση του Καραγάτση, ή μάλλον «Μια απάντηση», προτάσσοντας την εξής εισαγωγική σημείωση:
Σχετικά με το σημείωμα του περασμένου φύλλου μας για το Μ. Καραγάτση, ο αναγνώστης μας Χρήστος Νεζερίτης μας έστειλε ένα γράμμα που το μάκρος του μας εμποδίζει να το δημοσιέψουμε ολόκληρο. Δημοσιεύουμε, λοιπόν, την πιο ενδιαφέρουσα περικοπή του, με την πεποίθηση πως αρκεί αυτή για να κατατοπίσει τους αναγνώστες μας. Οι «Πρωτοπόροι», θ’ ασχοληθούν πάλι με το θέμα αυτό, σ’ ένα από τα ερχόμενα φύλλα τους.
ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
……………………..
Τολμώ να νομίζω πως ο «συνταγματάρχης Λιάπκιν» βασίζεται πάνω στα κοινωνικά προβλήματα του μεσοπολέμου. 
Ένας ρώσος λευκός που ξεπέφτοντας στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση αυτοχτονεί, γιατί μολονότι έχασε την πίστη του στο τσαρικό καθεστώς, δεν δύναται να την αναδημιουργήσει πάνω στο προλεταριακό, αν και καταλαβαίνει πως μόνον αυτή η λύση είναι συνεπής με τη ρούσικη ψυχή κι ιδιοσυγκρασία. 
Αν λοιπόν καλοκοιτάξουμε, θα ιδούμε πως ο Λιάπκιν όχι μόνο βασίζεται κατά μεγάλο ποσοστό στο κοινωνικό ζήτημα, αλλά μαρτυράει ξεκάθαρα τη θέση του Καραγάτση ανάμεσα κεφαλαιοκρατία και προλεταριάτο. 
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και το «Μπουρίνι», όπου περιγράφεται η αβάσταχτη ζωή των χωρικών της Θεσσαλίας κάτω απ’ την τυραννία των τσιφλικάδων. 
Αλλά και άλλα δύο διηγήματα του «Συναξαριού των αμαρτωλών», (Η σιωπή της Ευαγγελίστριας), (Ο εξωμότης Παναγής Μαυρόπουλος), μιλάν με τον καθαρότερο τρόπο για τις κοινωνικές, πολιτειακές και πολιτικές πεποιθήσεις του Μ. Καραγάτση. 
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τη «Νυχτερινή ιστορία», που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία», την 1η Αυγούστου 1936. Τρεις ημέρες αργότερα δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μια κατάσταση που δεν επέτρεπε, όχι στον Καραγάτση, μα σε κανένα λογοτέχνη να φέρει ελεύθερα στη δημοσιότητα τις γνώμες του πάνω στο κοινωνικό ζήτημα (δεν νομίζω πως αυτή η κατάσταση τελείωσε ακόμα). 
Έτσι ο λογοκριμένος «Γιούγκερμαν» δεν ήταν δυνατό να εκφράσει ελεύθερα τις γνώμες του Καραγάτση (ούτε κιόλας τυπώθηκε όπως εγράφτηκε). Παρ’ όλ’ αυτά, και στον κολοβωμένο Γιούγκερμαν, ο Καραγάτσης δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να μελετάει τα ζητήματα της κοινωνίας μας, αλλά με τρόπο διακριτικά υποβλητικό, ακολουθόντας το παράδειγμα του μεγάλου Μπαλζάκ. 
Ο Γιούργκερμαν, ο ασυνείδητος ληστής, που έρχεται στην Ελλάδα με το σκοπό ν’ ανοίξει μπορντέλο και καταντάει στο τέλος οικονομικός διχτάτορας της χώρας δεν αποτελεί μια καυστική σάτιρα της κοινωνικής μας πραγματικότητας;
 Κι οι Σκλαβογιάννηδες κι ο Κιτρινάκης δεν είναι «τύποι» που γεννάν στον αναγνώστη ένα σωρό στοχασμούς πάνω στη σαθρή διάρθωση της κοινωνίας μας; Αφίνω κατά μέρος τη «Μεγάλη βδομάδα του πρεζάκι» που το μαχητικό κοινωνικό της περιεχόμενο εμπόδισε τη δημοσίευσή της απ’ όλες τις λογοκρισίες.
Πλάι σ’ αυτά τα έργα, ο Καραγάτσης έγραψε κι άλλα που δεν έχουν κοινωνικό περιεχόμενο (Χίμαιρα, – Στερνά του Γιούγκερμαν, – Λειτουργία σε λα ύφεσις). Το γεγονός δικαιολογείται από δύο απόψεις:
  • Αν η κοινωνία των ανθρώπων είναι ένα φλέγον ζήτημα για το λογοτέχνη, δεν σημαίνει πως κι η μονάς «άνθρωπος» δεν είναι ακόμα πιο φλέγον. Για να καταλάβουμε το σύνολο πρέπει να γνωρίσουμε πρώτα τη μονάδα (κοίτα τις τελευταίες διαπιστώσεις της Βιολογικής έρευνας όπως διατυπώνουνται από τον ALEXIS CARREL) και είναι σόλοικο να κατηγορηθεί ένας λογοτέχνης γιατί εξόν από το σύνολο των ανθρώπων ασχολείται και με τη μονάδα «άνθρωπος».
  • Όπως είμαι σε θέση να γνωρίζω, ο Καραγάτσης πέρασε τα τελευταία χρόνια μια κρίση στοχασμού, αυτοελέγχου, μελέτης και αναθεώρησης των πεποιθήσεών του πάνω σε βάσεις συνεπέστερες με την εποχή μας και με τις τις τελευταίες κατακτήσεις της πειραματικής Επιστήμης (ο Καραγάτσης είναι 100% ρασιοναλιστής και ματεριαλιστής και δεν έχουν απάνω του πέραση τα χάρη των μεταφυσικών και μυστικιστικών εξάρσεων. Κοίτα την δημοσιευμένη στην «Πρωία» αντίκρουσή του στις νεφελώδεις θεωρίες του Σικελιανού). – Με άλλα λόγια, ο Καραγάτσης, στην κρίσιμη καμπή της ηλικίας του -από νιάτα ωριμότης- δημιουργεί με μόχθο κι αγωνία την κοσμοθεωρία του, βασιζόμενος πάντα πάνω στην πραγματικότητα και τις θετικές κατακτήσεις της επιστήμης.
Καρπός αυτής της μεταβατικής κρίσης είναι ο καινούργιος κύκλος μυθιστορημάτων «Ο κόσμος που πεθαίνει». 
Μόνον ο τίτλος μαρτυράει πολλά για το κοινωνικό περιεχόμενο αυτού του μεγάλου σε όγκο έργου. Ο συγγραφέας παρακολουθεί μια νεοελληνική αστικήν οικογένεια από το 1821 ως τα σήμερα, και μέσα στην ιστορική, πολιτειακή, πολιτική, πολιτιστική, εθνική, κοινωνική κι οικονομική εξέλιξη της χώρας μας (Καραγάτσης DIXIT). 
Η πρόθεση είναι μεγάλη. Δεν ξέρουμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Οπωσδήποτε, αν ο Καραγάτσης καταφέρει να ολοκληρώσει καλλιτεχνικά τις προθέσεις του, «Ο κόσμος που πεθαίνει» θα είναι το πλατύτερο «κοινωνικά» έργο της πεζογραφίας μας.
Το πρώτο έργο της σειράς «Ο Κοτσάμπασης του Καστρόπυργου» είναι κι όλας έτοιμο. Έτυχε να διαβάσω το χειρόγραφό του. Άσχετα με την καλλιτεχνικήν αξία του έργου, διαπίστωσα και φέρνω στη δημοσιότητα ένα γεγονός: Ότι το έργο αυτό έχει «θέση» 100% τα μεγάλα κοινωνικά κυρίως και πολιτικά παρεπομένως προβλήματα που ανατάραξαν τον ελληνικό λαό τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης. 
Ουδέποτε γράφτηκε στην πεζογραφία μας έργο με μεγαλύτερο σε έκταση κοινωνικό περιεχόμενο. Εξόν όμως από την αντικειμενική μελέτη των κοινωνικών ζητημάτων του 1821, ο Καραγάτσης παίρνει στον «Κοτσάμπαση» και θέση υποκειμενική που κατά προέχταση είναι η θέση του συγγραφέα μπροστά στα σύγχρονα ελληνικά και παγκόσμια κοινωνικά ζητήματα. Επειδή δεν πρέπει να λησμονούμε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Ελπίζω η ανάγνωση του «Κοτζάμπαση» να κάνει τον συνεργάτη σας ν’ αλλάξει γνώμη για τον Καραγάτση.
 Με φιλικούς χαιρετισμούς
ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΕΖΕΡΙΤΗΣ
Η χρήση ψευδωνύμου ήταν επιβεβλημένη, φυσικά, στις συνθήκες της παράνομης έκδοσης του περιοδικού, όσο κι αν είναι μάλλον φανερό ότι αυτός ο πολύ καλά πληροφορημένος «φίλος» που ξέρει απέξω κι ανακατωτά το έργο και τις προθέσεις του Καραγάτση, αλλά κι έχει διαβάσει τα χειρόγραφά του, δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Το ψευδώνυμο Χρήστος Νεζερίτης κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Έτσι λέγεται ο πρεζάκιας ήρωας του διηγήματος «Η μεγάλη βδομάδα του πρεζάκη», που το αναφέρει στο γράμμα του ο Καραγάτσης. Το ίδιο όνομα έμελλε να το δώσει αργότερα σε ήρωα του μυθιστορήματος Κίτρινος φάκελος. 
Ασφαλώς, παρόλο που το διήγημα δεν είχε εκδοθεί ακόμα, κάποιοι φιλολογούντες θα το ήξεραν ήδη. Έχει γραφτεί ότι το Χρήστος Νεζερίτης θυμίζει το Χριστός Ναζωραίος -κάτι που ταιριάζει στο σκηνικό της Μεγάλης Βδομάδας. 
Να προσθέσουμε ότι ο Καραγάτσης περνούσε τα καλοκαίρια του στη Ραψάνη, στο οικογενειακό εξοχικό -και εκεί κοντά υπάρχει το χωριό Νεζερός (σήμερα λέγεται Καλλιπεύκη, καθό σλάβικο το παλιό) το οποίο θα μπορούσε να έχει δώσει την αρχική έμπνευση στον Καραγάτση για την επιλογή του ονόματος.
Κατά τα λοιπά, και η απάντηση του Καραγάτση είναι καλοπροαίρετη και δείχνει διάθεση προσέγγισης -αν ήταν ειλικρινής ή όχι δεν θα το μάθουμε ποτέ, βέβαια. 
Είναι κρίμα που το περιοδικό δεν δημοσίευσε ολόκληρη την απάντηση, που μάλλον πρέπει να θεωρηθει χαμένη’ ο Αργυρίου που ερεύνησε αργότερα το ζήτημα λέει ότι στο αρχείο Καραγάτση δεν υπάρχει αντίγραφο της επιστολής.
Από την απάντηση προκύπτει ότι ο Γιούγκερμαν πέρασε από λογοκρισία και έγιναν κάποιες αλλαγές, ενώ υπονοείται (κατά τη γνώμη μου) ότι και ο Καραγάτσης αυτολογοκρίθηκε σε κάποια σημεία. 
Εύλογα ο Καραγάτσης προβάλλει τα κοινωνικά στοιχεία του έργου του, ξεκινώντας από τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν, ένα έργο το οποίο, στην αρχική του έκδοση το 1933, ήταν αρκετά διαφορετικό από τη σημερινή που κυκλοφορεί: αρχικά υπήρχαν κάποιες φιλικές προς τη Σοβιετική Ένωση αναφορές, τις οποίες απάλειψε σε επόμενες εκδόσεις ο Καραγάτσης. 
Όσο για το μεγαλόπνοο σχέδιό του να δώσει ένα σύνολο (δέκα, νομίζω) μυθιστορημάτων με τον γενικό τίτλο «Ο κόσμος που πεθαίνει», δεν υλοποιήθηκε παρά μόνο ως προς τα τρία πρώτα έργα. Δεν είναι τέλος τυχαίο ότι ο Καραγάτσης αναφέρεται ονομαστικά και επαινετικά στον Μπαλζάκ, που τον έχει ήδη αναφέρει ο Λαμπρινός στην κριτική του -και τον οποίο, αν και πολιτικά ήταν αντιδραστικός, τον εκτιμούσε πολύ ο Μαρξ.
Έχει γραφτεί (π.χ. εδώ) ότι ο Καραγάτσης πέρασε σύντομα κατά την Κατοχή από το ΕΑΜ, ενώ επίσης η συγκεκριμένη επιστολή αναβαθμίζεται σε «συνεργασία» με τους παράνομους Πρωτοπόρους, που το θεωρώ ελαφρώς υπερβολή. Δεν ξέρω αν αυτή η θέση στηρίζεται σε άλλα στοιχεία που δεν έχω υπόψη μου, πάντως δεν τη συμμερίζομαι.
Να μη λησμονούμε επίσης ότι ο εξαιρετικός κατά τα άλλα Καραγάτσης δεν δίστασε να πάρει σαφέστατη θέση κατά τον εμφύλιο, αν και απέφυγε τις ακρότητες του Μυριβήλη. 
Συνεργάστηκε με τις πιο ακραίες δεξιές εφημερίδες (Ελληνικόν αίμα), υπήρξε πολεμικός ανταποκριτής της Βραδυνής, ενώ δεν δίστασε να κατηγορήσει και ονομαστικά ομοτέχνους του.
 Όσο κι αν πρέπει να το διαβάσουμε μέσα στο πνεύμα της εποχής, αποσπάσματα σαν το παρακάτω ενοχλούν όσους αγαπούν τα μυθιστορήματά του: 
«Αλλά, αγαπητέ μου Ηλία, τον βρήκες κάπως αργά το δρόμο σου. Και ώσπου να τον βρεις έκανες κακό στην Ελλάδα και -κάτι χειρότερο- στην Ανθρωπότητα και τις υψηλές ιδέες που εκφράζει αυτός ο ιερός λόγος. Και τούτο επειδή δεν είσαι ένας οποιοσδήποτε ανθρωπάκος, Λουντέμης ή Λαμπρινός, ούτε δοκησίσοφος amoral Καζαντζάκης ούτε ανερμάτιστος πομφολυγώδης Σικελιανός». (Ανοιχτή επιστολή στον Ηλία Βενέζη, Ελληνικόν Αίμα 18.9.1946).
Θα προτιμήσουμε, θαρρω, να κρατήσουμε τις άλλες σελίδες που έγραψε ο έξοχος αυτός μάστορας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου