Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Κώστα Σημίτη: «Υπάρχει λύση;» Το τελευταίο βιβλίο του πρώην πρωθυπουργού μπαίνει στον αξονικό τομογράφο και σκανάρεται σε όλες του τις διαστάσεις. Μια επίμονη ανάγνωση μέσα από την οποία, στο τέλος, εκείνη που μένει εκτεθειμένη είναι η σημερινή ηγεσία του φιλελεύθερου-αντιπολιτευτικού μπλοκ.















https://left.gr/news/kosta-simiti-yparhei-lysi

Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για τον Κώστα Σημίτη, από το τι επίγευση έχει μείνει από την οκταετία της διακυβέρνησής του, το τελευταίο του βιβλίο «Υπάρχει λύση;» (Εκδόσεις Πόλις, 2016), αξίζει να διαβαστεί. Κι αυτό παρά τις αντιφάσεις, τις σκοπιμότητες ή τις εμμονές που ανιχνεύτηκαν κατά την ανάγνωσή του. 
Αν μη τι άλλο, το βιβλίο καταδεικνύει, εξ αντιδιαστολής, τη γύμνια ιδεών του σημερινού συντηρητικού-αντιπολιτευτικού μπλοκ. Ακόμα κι αν το απόλυτο κίνητρό του είναι να διασώσει την υστεροφημία του, ο Σημίτης μιλάει με αριθμούς και με αιχμηρό κριτικό λόγο. Κι ακόμα ρισκάρει να παραθέσει συγκεκριμένες προτάσεις. Κάτι που αφήνει έκθετο τον τρέχοντα πολιτικό λόγο των σημερινών ηγετών της αντιπολίτευσης. 
Ο Σημίτης, ας πούμε, παρότι μερικές φορές καταφεύγει ακόμα και σε φτηνή αντιπολίτευση απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δεν ξοδεύει ούτε λέξη προκειμένου να υποστηρίξει την άμεση διεξαγωγή εκλογών. Εμμέσως προκύπτει ότι μάλλον απορρίπτει την ιδέα, τουλάχιστον στο βαθμό που επιμένει να εξηγεί γιατί οι ενδεχόμενες λύσεις δεν είναι ούτε δεδομένες ούτε αυτονόητες.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε καλύτερα το νήμα της σκέψης του, όπως ακτινογραφήθηκε μέσα από εντατικό σκανάρισμα του βιβλίου. Προφανώς κανείς δεν έχει την προσδοκία ότι ο Κώστας Σημίτης θα έγραφε ένα πόνημα συναρπαστικό. Ίσως όμως να υπάρχει ένας συναρπαστικός τρόπος να διαβαστεί αλλιώς το πόνημά του. 
To alter ego
Η πρώτη παρατήρηση αφορά την επιλογή του Γιάννη Πρετεντέρη ως συνομιλητή. Η ένσταση δεν αφορά τις ικανότητές του. Αλλά εν πολλοίς είναι ομοϊδεάτης του Σημίτη – θα μπορούσε να είχε υπάρξει υπουργός του. Προφανώς είναι δύσκολο να τον στριμώξει με σκληρές ερωτήσεις. Μερικές για να μην τον φέρει σε δύσκολη θέση. Άλλες γιατί ενδεχομένως δεν του περνάνε καν από το μυαλό, δεδομένου ότι και οι δυο τους ανήκουν στον ίδιο κόσμο. 
Μία από τις πιο ευτυχείς στιγμές του βιβλίου προκύπτει όταν ο Πρετεντέρης αποφασίζει μία και μοναδική φορά να πιέσει τον συνομιλητή του. Ο λόγος γίνεται για «το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου», την εποχή που ο ερωτώμενος ήταν πρωθυπουργός (1999). Ο Σημίτης αρχικά δίνει μια τυπική απάντηση: ότι οι αρμόδιες αρχές υιοθέτησαν την πολιτική που εφαρμόζεται διεθνώς σε περιπτώσεις υπερτιμητικής κερδοσκοπίας, η οποία έγκειται σε «ήπια παρέμβαση, με νουθεσίες και προτροπές για αυτοσυγκράτηση». Ο δημοσιογράφος επιμένει, υποστηρίζοντας ότι τόσο η τότε κυβέρνηση όσο και η τότε αντιπολίτευση έπαιξαν προεκλογικό παιχνίδι πάνω στις αυξομειώσεις του δείκτη, για να εισπράξει την έντονη διαφωνία του συνομιλητή του. [σ.σ. Αν και έχει παραλείψει να αναφέρει ότι ακριβώς πριν από τις εκλογές του 2000 σημειώθηκε τεχνητή άνοδος του δείκτη χάρη σε στοχευμένες αγορές «βαριών χαρτιών» από τις κρατικές τράπεζες και φορείς του Δημοσίου. Αν και δεν αναφέρει όλες τις πρακτικές υπερθέρμανσης που εφάρμοσε εκείνη την εποχή το χρηματοπιστωτικό σύστημα, π.χ. τα μετοχοδάνεια]. Ο Σημίτης, παρόλα αυτά, του ανταποδίδει τα ίσα: «Την εποχή εκείνη υπήρχαν αναθερμάνσεις και σε άλλες χώρες, όπως στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Όλες οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν την τακτική που ακολούθησε και η Ελλάδα. Στις ΗΠΑ, η Wall Street Journal και οι New York Times επισήμαναν στο κοινό τους κινδύνους από την υπερθέρμανση του χρηματιστηρίου. Αν θυμάμαι καλά, η εφημερίδα όπου εργάζεσθε δεν κατατόπισε τότε τους αναγνώστες της ότι υπάρχει κίνδυνος να πέσουν θύματα κερδοσκοπικού παιχνιδιού με τις μετοχές. Σκόπιμη παράλειψη;» (σελ. 197). Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Πρετεντέρης άφησε τη σπόντα αναπάντητη.
Σημιτική σκέψη
Υπάρχουν δύο βασικές ορίζουσες στη σκέψη του Σημίτη. Η μία έχει να κάνει με την ανάγκη συμβιβασμών. Η άλλη με τη συνεχή ανάδειξη προτεραιοτήτων. Για να γίνει πιο κατανοητό το στίγμα του βιβλίου, εντοπίσαμε σ’ αυτό κάποιες λέξεις και φράσεις-κλειδιά: Η φράση «υστέρηση της χώρας» είναι η πιο συχνά απαντώμενη στο βιβλίο. Εντοπίστηκε δεκαέξι φορές! Άλλες στάνταρ εκφράσεις που αρέσκεται να χρησιμοποιεί είναι προσαρμογή, προσοχή/προσέχω, προσπάθεια, συνεννόηση.
Μια αντίφαση, πάντως, διαπερνά τους συλλογισμούς του. Είναι πολύ αυστηρός –και απαισιόδοξος– σε ό,τι αφορά την κατάσταση της χώρας, τη στάθμη του πολιτικού συστήματος, τις προοπτικές αντιμετώπισης των χρόνιων παθογενειών. Δεδομένων των συνθηκών της κρίσης, και αφήνοντας στην άκρη το γεγονός ότι ο ίδιος προφανώς δεν είναι αμέτοχος στην επιβίωση αυτής της υστέρησης, η επιλογή του θα ήταν κατανοητή. Πλην όμως, όταν αναφέρεται στη διεθνή κατάσταση, στην πορεία της παγκοσμιοποίησης, στη στασιμότητα της Ε.Ε. ή στην αρχιτεκτονική του ευρώ δεν επιδεικνύει την ίδια αυστηρότητα – ξαφνικά εμφανίζεται ανεκτικός και επιεικής. Δεν είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται τις ανισορροπίες, τις παθογένειες, τις χαοτικές καταστάσεις, την επικράτηση ιδιοτελών συμφερόντων ή τα λάθη. Αλλά εντέλει τα θεωρεί κομμάτι μιας πραγματικότητας στην οποία είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμοστούμε. Μοιάζει να αισθάνεται ότι ανήκει περισσότερο σ’ αυτό τον κόσμο και νιώθει την ανάγκη να τον δικαιολογήσει, αν όχι να τον εκπροσωπήσει ενταύθα.
Απολύσεις: Στριπτίζ σε 4 βήματα
Συνήθως ο Σημίτης δεν μασάει τα λόγια του. Συνήθως, αλλά όχι πάντα. Προβαίνει σε μια αξιοσημείωτη εξαίρεση όταν μιλάει για τη μείωση των κρατικών δαπανών, την οποία αντιδιαστέλλει, σε τόνους αντιπολιτευτικούς, με την αύξηση της φορολογίας. Αποφεύγει όμως να εξηγήσει από ποιους κωδικούς θα πρότεινε να πραγματοποιηθούν οι περικοπές αυτές – με εξαίρεση το προσφιλές του θέμα της μείωσης των στρατιωτικών δαπανών. Τελικά, έπειτα από διαδοχικές προσεγγίσεις –όχι πάντως κατόπιν επιμονής του Πρετεντέρη–, το ξεστομίζει και πάλι, εμμέσως:
Βήμα 1ο: «Οι προσπάθειες θα έπρεπε να στραφούν κυρίως προς τη μείωση των δαπανών. Αλλά η κυβέρνηση προσπαθεί συστηματικά να την αποφύγει, για να μη δυσαρεστήσει κάποιους…». (σελ. 27)
Βήμα 2ο: «Η κυβέρνηση θα έπρεπε να περιορίσει τις δαπάνες, αλλά αρνείται να το κάνει. Προτιμά να συγκαλύπτει με ιδεοληψίες και παραπλανητικές αντιπαραθέσεις τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας, τις αιτίες των υπέρογκων ελλειμμάτων κ.λπ. κ.λπ. …» (σελ. 138-139)
Βήμα 3ο: «Η κυβερνητική πολιτική επιδίωξε, διατηρώντας τις δημόσιες δαπάνες σε υψηλό επίπεδο, να περιορίσει στο ελάχιστο τις απολύσεις στον δημόσιο τομέα». (σελ. 222)
Βήμα 4ο: «Το ερώτημα αν χρειάζεται αύξηση φόρων ή μείωση δαπανών απαντάται με μοναδικό κριτήριο ότι δεν πρέπει να γίνουν απολύσεις. Άρα η μείωση δαπανών δεν είναι επιτρεπτή…». (σελ. 241)
Τα πράγματα με το όνομά τους
Παρόλα αυτά, ο Σημίτης παραμένει πολύ πιο σοβαρός από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τα λοιπά ηγετικά στελέχη της αντιπολίτευσης. Ένα από τα ατού του είναι ότι λέει αρκετές αλήθειες, στοιχείο που καταγράφεται στα θετικά του βιβλίου:
«Θα αναφερθώ πρώτα στην πολιτική πλευρά της συμφωνίας [σ.σ. συμφωνία – απόφαση του Eurogroup στις 25.5.2016]. Το επίσημο κείμενό της, γραμμένο σε αγγλική γλώσσα, έχει το ύφος του καθηγητή που θέλει να συνετίσει τον μαθητή του. Του υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις του απέναντι στο σχολείο, τις ελλείψεις του, προσδιορίζει τους στόχους των προσπαθειών του και τον τρόπο εργασίας του, τους κανόνες συνεργασίας τους και, τέλος, τι περιμένει σε αποδόσεις για να τον προβιβάσει. Το ύφος αυτό εκφράζει μια νέα πραγματικότητα. Η Ελλάδα δεν υπόκειται πια στο ίδιο καθεστώς που ισχύει για όλες τις χώρες της Ευρώπης. […] Θεσπίστηκε και ισχύει πια γι’ αυτήν μια διαφορετική ταχύτητα, ένα νέο ‘μόνιμο ειδικό καθεστώς’, η κατηγορία των κρατών σε υστέρηση». (σελ. 76-77)
«Οι κυβερνήσεις, σε πολλές περιπτώσεις, αποδέχθηκαν και αύξησαν τον αριθμό των δεκάδων πιστοποιητικών που απαιτούνται για να ασκηθούν ορισμένα επαγγέλματα, για τις ενοικιάσεις διαμερισμάτων, για τις προσλήψεις υπαλλήλων σε αντικατάσταση αποχωρούντων, κ.λπ. Κερδισμένοι βγήκαν οι μηχανικοί και οι δικηγόροι, αφού διεύρυναν έτσι τον κύκλο εργασιών τους. Θύμα είναι ο πολίτης, που καλείται να πληρώσει αμοιβές και γρηγορόσημα…». (σελ. 84-85)
«Προβλήματα όπως οι ανισότητες Βορρά – Νότου, αν και έχουν επισημανθεί χρόνια τώρα, δεν θίγονται, γιατί ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, αρνούνται οποιαδήποτε συζήτηση». (σελ. 94)
«Οι Ευρωπαίοι δεν επιθυμούν άμεση περικοπή [σ.σ. του χρέους], για να μη δημιουργηθεί προηγούμενο το οποίο θα επικαλεσθούν και άλλες οφειλέτριες χώρες. Ένας άλλος σημαντικός λόγος, τον οποίο όμως δεν αναφέρουν, είναι ότι μια περικοπή του χρέους δεν θα τους δίνει τη δυνατότητα να πιέζουν την Ελλάδα στο μέλλον…». (σελ. 182) 
Προτεραιότητες και προτάσεις
Το άλλο στοιχείο που κάνει τον λόγο του Σημίτη να υπερέχει των σημερινών ηγετών της αντιπολίτευσης είναι ότι αναλαμβάνει τα ρίσκα συγκεκριμένων θέσεων και προτάσεων: 
Για την παγκοσμιοποίηση: «Το σημαντικότερο είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ελλάδα είναι και θα πρέπει να παραμείνει μια ανοιχτή κοινωνία. […] Είναι ανάγκη, για παράδειγμα, να διδάσκονται στα σχολεία οι ξένες γλώσσες με τρόπο άρτιο και να μη χρειάζονται οι μαθητές φροντιστήρια, να ενισχυθούν οι τουριστικές επιχειρήσεις που μπορούν να προσφέρουν στη διεθνή αγορά υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, να αναπτυχθούν σύγχρονες τεχνολογίες σε σχέση με την αξιοποίηση της αιολικής, ηλιακής και θαλάσσιας ενέργειας, να εκμεταλλευθούμε τη δυνατότητα η Ελλάδα να αποτελέσει κέντρο θαλάσσιας συγκοινωνίας με την Ασία και προώθησης ασιατικών προϊόντων προς την Ανατολική Ευρώπη». (σελ. 57)
[σ.σ.: Κατόπιν τούτων, ωστόσο, διερωτάται κανείς ευλόγως πώς επέτρεψε ο Μέγας Εκσυγχρονιστής να εξανεμιστούν, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, τα τεράστια κονδύλια του Γ΄ ΚΠΣ που προορίζονταν για τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό της χώρας.]
Για την προοπτική της Ε.Ε.: 
«Στις ΗΠΑ και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβλέπεται η μεταβίβαση πόρων από την κεντρική εξουσία στις Πολιτείες και στα ομόσπονδα κρατίδια, όταν η ανάπτυξή τους υστερεί. Είναι μια λύση που έχει προταθεί και για την Ευρωπαϊκή Ένωση». (σελ. 88)
«Επιδίωξη είναι η πρόοδος κάθε χώρας. Και αυτή δεν επιτυγχάνεται μόνο με συμπίεση των δαπανών. Γιατί να μην εξετάζεται το είδος των δαπανών που προκαλούν την υπέρβαση, αν συνδέονται με επενδύσεις, αν οφείλονται σε σημαντική βελτίωση των δομών της παιδείας, αν συμβάλλουν στην παραγωγή ενέργειας με νέους τρόπους, λιγότερο δαπανηρούς;». (σελ. 98)
ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ στο στόχαστρο
Ο πρώην πρωθυπουργός δεν διστάζει να ασκήσει αυστηρή κριτική προς όλες τις κατευθύνσεις. Φυσικά, η μερίδα του λέοντος επιφυλάσσεται στην κυβέρνηση. Αυτό είναι φυσικό. Ωστόσο, επιχειρείται μια λαθροχειρία εδώ. Συχνά-πυκνά, χρεώνει στη σημερινή κυβέρνηση φαινόμενα προφανώς διαχρονικά: Την αναποτελεσματικότητα των Εξεταστικών Επιτροπών. Τις πελατειακές σχέσεις. Την αδυναμία πάταξης της φοροδιαφυγής. Την προσμέτρηση του πολιτικού κόστους στη λήψη αποφάσεων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά. 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η περίπτωση της Attica Bank: «Αργά ή γρήγορα, το ηθικό πλεονέκτημα δεν θα μπορεί να προβάλλεται πια. Το έδειξε ήδη το πρόβλημα της Τράπεζας Αττικής, η αυθαίρετη διαχείρισή της, η χορήγηση δανείων σε κυβερνητικούς φίλους χωρίς να έχουν την αναγκαία πιστοληπτική ικανότητα, το έλλειμμα 70 εκατ. στα κεφάλαιά της και ο κίνδυνος να πτωχεύσει, με καταστροφικές συνέπειες για τον κύριο μέτοχό της, το Ταμείο Μηχανικών». (σελ. 166)
Η περίπτωση της Attica Bank έχει τελευταία χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τα κόμματα και τα ΜΜΕ της αντιπολίτευσης. Όμως, ο Σημίτης ασφαλώς γνωρίζει ότι η Attica Bank ήταν χρεοκοπημένη πολύ προτού ανέλθει στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς για τους λόγους που εκτίθενται σήμερα.
Εθνολαϊκισμός
Φυσικά, η κριτική του στη σημερινή κυβέρνηση δεν εξαντλείται σ’ αυτά. Διατυπώνει γενικού χαρακτήρα κριτικές παρατηρήσεις, όπως:
«… Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας εθνικολαϊκιστικός σχηματισμός, το ενδιαφέρον του οποίου στρέφεται στον όλο και πιο συστηματικό έλεγχο της κυβερνητικής εξουσίας προς το συμφέρον των στελεχών του κόμματος, των οργανωμένων κοινωνικών ομάδων που τον στηρίζουν και των πολιτικών πελατών του. Η ιδεολογία του είναι ένα αμάλγαμα παραδοσιακών αντιλήψεων της Αριστεράς, εθνικιστικών αρχών και λαϊκιστικών συνθημάτων». (σελ. 235)
«Στην κυβερνητική πολιτική ακολουθήθηκαν οι παγιωμένες συντηρητικές πολιτικές: η συνεργασία με τις διάφορες συντεχνίες, οι πελατειακές προσλήψεις, η απόρριψη της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων και ο περιορισμός των Ανεξάρτητων Αρχών με διάφορους τρόπους. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου εχρίσθη η πρόεδρος της ένωσης των δικαστών, υφυπουργός Οικονομικών ανέλαβε ο πρόεδρος των εφοριακών, ο υπουργός Μεταφορών είχε διατελέσει πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου, διάφοροι σύμβουλοι του πρωθυπουργού ή υπεύθυνοι για δημόσιες επιχειρήσεις παρουσίασαν ως αξιόλογες επιδόσεις τις δραστηριότητες σε κομματικά όργανα ή εργατικά συνδικάτα. Πρόκειται για μια μεγάλη παρέα με κοινά συμφέροντα, υπεραπλουστευτικές προσεγγίσεις, άγνοια για τους οικονομικούς περιορισμούς της χώρας και τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, χωρίς καμία σχέση με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα και, γι’ αυτό, χωρίς τη γνώση, την πείρα και την ικανότητα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα προβλήματα. Στόχος είναι μόνο η εξουσία και η άσκησή της με τρόπο ώστε να ελέγχονται στενά οι κρατικές δραστηριότητες και να ενισχύεται η δύναμη της κυβερνητικής παράταξης». (σελ. 135)
«Ο διχασμός είναι κεντρικό στοιχείο της πολιτικής της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαιρεί τους Έλληνες για να εξασφαλίσει ηγετική παρουσία σε εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που αποδίδει την υστέρηση της χώρας και την κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στους ξένους, στους πλούσιους». (σελ. 137-138)
Ασκεί όμως κριτική και σε συγκεκριμένες πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής:
«Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι η πρώτη κυβέρνηση μετά την κρίση που αύξησε, και μάλιστα εντυπωσιακά, τις στρατιωτικές δαπάνες, προχώρησε σε διορισμούς με κατά περίπτωση διαδικασίες, εφάρμοσε την κατάτμηση των δημοσίων έργων ώστε να είναι δυνατή η ανάθεσή τους σε περισσότερους από έναν εργολάβους…». (σελ. 235- 236)
«Είναι σκόπιμο να αναφέρω ότι η Ελλάδα ψήφισε να επιβληθούν ποινές [σ.σ. από την Ε.Ε. στην Ισπανία και την Πορτογαλία, επειδή το 2015 είχαν υπερβεί το όριο του ελλείμματος]. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ συντάχθηκε με τους σκληρούς που τιμωρούν όσους δεν τηρούν τα Μνημόνια!» (σελ. 98)
Υπάρχουν και ορισμένες περιπτώσεις που ο πρώην πρωθυπουργός καταφεύγει σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε φτηνή αντιπολίτευση: «Η κυβέρνηση εξήγγειλε με τυμπανοκρουσίες ότι ο πρωθυπουργός έχει συναντήσεις με περισσότερους πρωθυπουργούς από οποιονδήποτε άλλο πρωθυπουργό της χώρας, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τα προβλήματα! Αλλάζει όμως αυτό το γεγονός τη διάθεση του ανέργου, του εμπόρου που θα κλείσει το κατάστημά του;» (σελ 65-66). Ποιος τα λέει όλ’ αυτά; Ένας πολιτικός που αποτάσσεται το λαϊκισμό και κηρύσσει την εξωστρέφεια και την προσαρμογή στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον…
Μία και μόνη παραχώρηση
Υπάρχει πάντως μία (αριθμητικώς: 1) επιλογή της κυβέρνησης την οποία ο Σημίτης σπεύδει να υποστηρίξει: Την προσπάθεια να γίνουν αλλαγές στα μαθήματα των Θρησκευτικών και των Αρχαίων Ελληνικών.
«Ένα παράδειγμα από τις τρέχουσες συζητήσεις για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: Υπάρχουν μαθήματα που διδάσκονται με τρόπο ο οποίος δεν βοηθά πια στην ανάπτυξη της αντίληψης του παιδιού για τον κόσμο στον οποίο σήμερα ζει. Π.χ., τα Αρχαία Ελληνικά και τα Θρησκευτικά. Χρειάζονται αλλαγές». (σελ. 38) 
Το κάνει χωρίς να αναφέρεται ευθέως στο γεγονός ότι πρόκειται για πρωτοβουλία της κυβέρνησης, αλλά πάντως το κάνει.
Ένας εναντίον όλων
Ο Κώστας Σημίτης ασκεί κριτική προς πάσα κατεύθυνση. Πρώτα πρώτα, στη Νέα Δημοκρατία:
«Οι αριθμοί είναι βαρετοί και κουραστικοί, αλλά αποδεικνύουν σαφέστατα ότι η Νέα Δημοκρατία δημιούργησε το τερατώδες έλλειμμα που ήταν η αιτία της κρίσης». (σελ. 12)
«Το ΠΑΣΟΚ καθιέρωσε την επιλογή των δημοσίων υπαλλήλων μέσω γραπτού διαγωνισμού τον οποίο οργανώνει το ΑΣΕΠ. Η επόμενη κυβέρνηση, της Νέας Δημοκρατίας, καθιέρωσε και την προφορική συνέντευξη ως τμήμα του διαγωνισμού, ώστε να έχει τη δυνατότητα να προωθεί τους δικούς της». (σελ. 169)
«Την επιπολαιότητα αλλά και την ιδιοτέλεια της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας [σ.σ. με την ‘απογραφή’ που είχε εξαγγείλει όταν ανέλαβε την εξουσία το 2004] την απέδειξε η συνέχεια. Αύξησε τα ελλείμματα, από το 2007 και μετά, αγνοώντας τους περιορισμούς των κοινοτικών κανονισμών προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές. Πίστευε ότι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μπαρόζο και ο αρμόδιος επίτροπος Αλμούνια θα έκαναν τα στραβά μάτια, επειδή ήταν φιλικά προσκείμενοι στην κυβέρνηση. Πράγματι, δεν επενέβησαν πριν από τις εκλογές, ούτε το 2007, ούτε και αργότερα». (σελ. 192)
Σειρά έχει το ΠΑΣΟΚ: «Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που ανέλαβε στα τέλη του 2009, δεν είχε αντιληφθεί το θέμα [σ.σ. των ελλειμμάτων και του χρέους] και, όταν το αντελήφθη, καθυστέρησε να πάρει τις σχετικές αποφάσεις. Ισχυριζόταν ακόμη, στις αρχές του 2010, ότι ‘λεφτά υπάρχουν’. Όταν διαπραγματεύθηκε με την Ένωση, δεν είχε πειστικό σχέδιο. Μετά το πρώτο Μνημόνιο, τον Μάιο του 2010, συνέχισε να αμφιβάλλει για το πρακτέο. Οι Αμερικανοί σύμβουλοι του κ. Παπανδρέου, ο κ. Στίγκλιτς και ο κ. Γκάλμπρεϊθ, μετέπειτα συνεργάτης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, επέμεναν ότι η Ελλάδα έπρεπε να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη». (σελ. 14-15) 
Υπάρχουν αναφορές και στον διάδοχό του, τον Γιώργο Παπανδρέου: «Το 2010, στις συναντήσεις του στο εξωτερικό, ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αποκαλούσε την Ελλάδα την πιο διεφθαρμένη χώρα και ισχυριζόταν ότι για την κατάστασή της έφταιγαν οι κυβερνήσεις των ‘τελευταίων τριάντα ετών’, δηλαδή κυρίως εκείνες του ΠΑΣΟΚ. Όλ’ αυτά ήταν απόρροια ενός επικοινωνιακού σχεδιασμού που επιδίωκε την ανάδειξή του ως του μόνου ικανού ηγέτη. Αποτελούσαν, όμως, φθηνή δημαγωγία. Η αποτυχία του το κατέδειξε». (σελ. 232) 
Η όλη εικόνα συνοψίζεται σε σκληρά λόγια για το σύνολο του πολιτικού συστήματος, στο οποίο καταλογίζει ασυνειδησία και ανευθυνότητα: «Ας έρθω τώρα στο δεύτερο σημείο της ερώτησής σας. Υπήρξε πράγματι ‘πρωτοφανής εθνική αποτυχία, την ευθύνη της οποίας φέρει το πολιτικό προσωπικό’; Η απάντηση είναι ναι. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Μια εθνική αποτυχία, σε κλίμα ασυνειδησίας και αδιαφορίας, υπήρξε επίσης το 1965-1967. Έφερε τη χούντα στην εξουσία. Αυτή τη φορά η ανευθυνότητα και η απόλυτη ασυνειδησία αφορούσε την οικονομία». (σελ. 200)
Τέλος, η σκούπα περνάει από την Ε.Ε. και την τρόικα: 
«Το δεύτερο Μνημόνιο ήταν η πανηγυρική επιβεβαίωση ότι το πρώτο Μνημόνιο δεν είχε σχεδιαστεί σωστά…» (σελ. 39)
«Τον Μάιο του 2010 η Ευρωζώνη δεν ενδιαφερόταν να λύσει μακροπρόθεσμα το ελληνικό πρόβλημα. Ήθελε προπαντός να αποτρέψει την επαπειλούμενη στάση πληρωμών της Ελλάδας και να σώσει τις τράπεζές της, που είχαν χορηγήσει υψηλά δάνεια στη χώρα. Η ‘ανεπίσημη εκδοχή της σωτηρίας των τραπεζών’ και όχι η ‘επίσημη εκδοχή της σωτηρίας της Ελλάδας’ ήταν η αληθινή». (σελ. 41) [σ.σ. Μεγάλη παραδοχή εκ μέρους κάποιου που θεωρείται αυθεντικός «μνημονιακός».]
«Οι άδειες των ταξί αντιμετωπίσθηκαν ως σημαντικό θέμα, όχι όμως και η αναγκαία αναδιάρθρωση των τραπεζών». (σελ. 251)
Αυτοκριτική μηδέν
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ευλόγως θα περίμενε κανείς κάποια αυτοκριτική. Αλλά όχι, η αυτοκριτική δεν αποτελεί δυνατό σημείο του Κώστα Σημίτη. Υπάρχουν ορισμένες στιγμές όπου διαφαίνεται κάποια διάθεση απολογητική, για την απόπειρα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, ας πούμε, που έμεινε στη μέση το 2001, αλλά μέχρι εκεί: 
«Την τετραετία 2000-2004, τα πρώτα και κύρια κέντρα βάρους ήταν η ολοκλήρωση της ένταξης στην Ευρωζώνη, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και η ανταπόκριση στις υποχρεώσεις της ελληνικής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πρώτο εξάμηνο του 2003. Οι στόχοι αυτοί απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή και προσπάθεια. Τα περιθώρια άλλων πρωτοβουλιών ήταν περιορισμένα». (σελ. 25) [σ.σ. Η ιδέα ότι τέτοια θέματα πρέπει κατεξοχήν να αντιμετωπίζονται όταν ο κύκλος της οικονομίας είναι ανοδικός, φαίνεται να μην του περνάει καν από το μυαλό – ούτε όμως και από το μυαλό του Γιάννη Πρετεντέρη.] 
Η έννοια της διαπλοκής δεν υφίσταται καν, σύμφωνα με την ανάλυσή του. Πρόκειται για ιδεοληψίες και για δήθεν ταξικές προκαταλήψεις. Υπάρχουν στο βιβλίο εκτεταμένες αναφορές στη διαφθορά, αλλά δεν εντοπίζεται η παραμικρή νύξη –ούτε βέβαια σχετική ερώτηση– περί Τσοχατζόπουλου, Τσουκάτου, Μαντέλη, Παπαντωνίου. Λέξεις και φράσεις όπως «Siemens», «εξοπλιστικές μίζες», «swaps με την Goldman Sachs» βρίσκονται έξω από το οπτικό πεδίο του Σημίτη. Θεωρητικοποιεί μάλιστα την άρνησή του να προβεί σε οποιαδήποτε αυτοκριτική: «Όσοι αντιπαρατέθηκαν στην πολιτική μου ζητούν εδώ και τώρα αυτοκριτική, γιατί θέλουν να αντλήσουν από αυτήν επιχειρήματα που δεν τους παρέχει η εξέλιξη των πραγμάτων. Θέλουν να συνεχίσουν και να εντείνουν την πολιτική αντιπαράθεση. Η αυτοκριτική είναι, υπό τις συνθήκες αυτές, περιττή». (σελ. 198-199)
Σαρδάμ
Παρά το γεγονός ότι γενικά το βιβλίο είναι προσεγμένο, ο συγγραφέας δεν έχει αποφύγει μερικά λάθη. Κάτι σαν τα σαρδάμ για τα οποία έγινε γνωστός κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του.
* Το πιο εξόφθαλμο αφορά το δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2015, πρώτη χρονιά διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Κώστας Σημίτης αναφέρει ρητά: «Το 2015, λόγω των δύο εκλογικών αναμετρήσεων και της πολιτικής της νέας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, παρουσιάσθηκε και πάλι πρωτογενές έλλειμμα 3,4 του ΑΕΠ». (σελ. 20)
Είναι άγνωστο από πού προέκυψε αυτό το νούμερο. Στην πραγματικότητα, το 2015 ο προϋπολογισμός παρουσίασε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% (http://www.naftemporiki.gr/finance/story/1096855/protogenes-pleonasma-07-to-2015). 
* Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Κώστας Σημίτης κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «εφάρμοσε την κατάτμηση των δημοσίων έργων ώστε να είναι δυνατή η ανάθεσή τους σε περισσότερους από έναν εργολάβους…». (σελ. 235- 236). Ωστόσο, η συνήθης κριτική προς την κυβέρνηση είναι η ακριβώς αντίθετη: ότι εφάρμοσε την κατάτμηση για να μπορέσει να δώσει έργα σε έναν εργολάβο –κατονομάζεται ο Χ. Καλογρίτσας– που δεν θα μπορούσε, λόγω μεγέθους, να τα πάρει αν ήταν ολόκληρα.
* Στη σελίδα 110 του βιβλίου, ανάμεσα σε άλλες αιτίες που έχουν καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αναφέρονται οι συμπιεσμένες τιμές του πετρελαίου. Λογικά πρόκειται περί παραδρομής, δεδομένου ότι η Ευρώπη δεν έχει πετρέλαια και προφανώς ωφελείται από τις χαμηλές τιμές της ενέργειας.
* Γράφει ο Κώστας Σημίτης στη σελίδα 64: «… Για να ανθήσει η οικονομική δραστηριότητα, χρειάζεται ένα σταθερό και προβλέψιμο περιβάλλον. Σήμερα, όμως, στην Ελλάδα οι απόψεις της Δημόσιας Διοίκησης και της πολιτικής ηγεσίας συγκρούονται μεταξύ τους και προκαλούν αβεβαιότητα». Συνήθως η κυβέρνηση κατηγορείται ότι κλείνει το μάτι στους δημόσιους υπαλλήλους και όχι ότι βρίσκεται σε συγκρουσιακή κατάσταση μαζί τους. Σε άλλο σημείο, άλλωστε, ο ίδιος υποστηρίζει τα αντίθετα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό προτιμήσεων στην πρόθεση ψήφου, στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα. Η κυβέρνηση επέλεξε την πελατεία της και εξασφάλισε τη συμπαράσταση και την υπακοή της». (σελ. 222) 
* Εντύπωση προκαλεί και η θέση του πρώην πρωθυπουργού σε σχέση με την προσφορά του ΠΑΣΟΚ στην πορεία του ελληνικού συνδικαλισμού: «Χάρη στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ, το συνδικαλιστικό κίνημα έπαψε να είναι κυβερνητικά καθοδηγούμενο, όπως ήταν επί συντηρητικών κυβερνήσεων…». (σελ. 259). Είναι σαν να μιλάει για ένα άλλο κόμμα σε μιαν άλλη χώρα, και όχι για το ΠΑΣΟΚ, που αφαίρεσε τα τελευταία προσχήματα για την άσκηση του κυβερνητικού συνδικαλισμού. 
* Εκεί όμως που ο Σημίτης υπερβαίνει κάθε όριο αστοχίας είναι στην εκτίμησή του σε σχέση με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015: «Όλοι θυμόμαστε ότι το 2015 η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πραγματοποίησε δημοψήφισμα με θέμα –κατά την αντίληψη που επικράτησε στην κοινή γνώμη– ναι ή όχι στο ευρώ…». (σελ. 210). Δηλαδή ο ελληνικός λαός, κατά τον Κώστα Σημίτη, ψήφισε συνειδητά σε ποσοστό 62% υπέρ της εξόδου της χώρας από το ευρώ!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μελετώντας εντατικά το Υπάρχει λύση;, μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι, τηρουμένων των αναλογιών, έγινε πολύ μικρή συζήτηση γύρω απ’ αυτό.
Η απάντηση είναι μάλλον απλή: Πρόκειται για το όγδοο κατά σειρά βιβλίο του συγγραφέα από τότε που εγκατέλειψε την πρωθυπουργία. Οκτώ βιβλία σε δώδεκα χρόνια – πολύ υψηλό σκορ. Φαίνεται ότι ο πρώην πρωθυπουργός παράγει πολύ περισσότερες απόπειρες αυτοδικαίωσης από όσες οι θιασώτες του είναι σε θέση να καταναλώσουν.
πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 11 Ιανουαρίου 2017, και στο blog www.kasdaglis.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου